Πέμπτη 25 Απριλίου 2013


Επικίνδυνοι παλιμπαιδισμοί



Η βομβιστική επίθεση στη Βοστόνη σχεδόν από την πρώτη στιγμή μού θύμιζε κάτι ταινίες που όταν τις βλέπαμε μικροί τις θεωρούσαμε μεταξύ αστυνομικού θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας, σήμερα όμως μοιάζουν με μια κοινότοπη πραγματικότητα.
Ο μοναχικός βομβιστής που τρέφει ένα ανεξήγητο μίσος για την κοινωνία και διαθέτει την τεχνολογία για να φτιάξει μια βόμβα στην αυλή του σκορπώντας τον θάνατο ουσιαστικά χωρίς λόγο, εκδικούμενος την κοινωνία. Και μαζί η απαγόρευση της κυκλοφορίας -μοναδικό ίσως φαινόμενο σε μια σύγχρονη Μητρόπολη-, τα τεθωρακισμένα στους δρόμους και οι περιπολίες πάνοπλων μελών των ειδικών δυνάμεων που θύμιζαν τον «Εκτελεστή» με τον Σβαρτζενέγκερ.
Στις ταινίες βέβαια οι αστυνομικοί προλάβαιναν στο παρά πέντε να εξουδετερώσουν την απειλή. Στην πραγματικότητα άργησαν μία εβδομάδα. Οπως έγινε φανερό, ωστόσο, από τις σκηνές του ενθουσιασμού και την υποδοχή που τους έκαναν Βοστονέζοι κάθε ηλικίας, διατήρησαν τον ρόλο του καλού, του ήρωα που προστατεύει το κοινωνικό σύνολο.
Η γνωστοποίηση της ταυτότητας των δραστών ενίσχυσε αυτήν την εντύπωση. Εντάξει, ήταν Τσετσένοι και στη χώρα τους υπάρχει παράδοση τρομοκρατίας. Ομως, όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι έως πρόσφατα τουλάχιστον, δεν ήταν φανατικοί, δεν έδειχναν καν ενδιαφέρον για τα πολιτικά. Απεναντίας είχαν κάτι κοινό με πολλούς άλλους νέους της γενιάς τους σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες: δεν ήταν ικανοποιημένοι ή και μισούσαν τη ζωή τους και είχαν πρόβλημα ενσωμάτωσης στην αμερικανική κοινωνία. Κι αυτό παρά το ότι είχαν μεταναστεύσει μικροί, τελείωσαν αμερικανικό σχολείο και είχαν την αμερικανική υπηκοότητα.
«Δεν έχω ούτε έναν Αμερικανό φίλο», είχε πει πρόσφατα ο μεγάλος από τους δύο αδελφούς, προσθέτοντας: «Δεν τους καταλαβαίνω». Κι ο μικρός είχε γράψει στο τουίτ του: Δέκα χρόνια κιόλας στην Αμερική. «I want out». Που μπορεί να μεταφραστεί «θέλω να φύγω αλλά και δεν θέλω να έχω καμιά σχέση». Δύο νέοι εκτός τόπου, όπως και χιλιάδες άλλοι σε όλη την Ευρώπη, οι οποίοι, σημειώνει στην «Ουάσιγκτον Ποστ» η γνωστή δημοσιογράφος Αν Απλμπάουμ, αδυνατούν να ενσωματωθούν και στρέφονται, με τη βοήθεια ενδεχομένως ενός φανατικού κληρικού, σε μια «μισο-μυθοποιημένη πατρίδα, αναζητώντας μια πιο σταθερή και πιο ισχυρή ταυτότητα».
Πόσοι τέτοιοι νέοι υπάρχουν στην Ελλάδα; Πόσα δικά μας παιδιά έχουν στραφεί στη βία με τον ίδιο μηδενισμό και την ίδια αδιαφορία για τη ζωή όσων έχουν κατατάξει στην κατηγορία του εχθρού; Εντάξει, μπορεί να επικαλούνται μια κακοχωνεμένη ιδεολογία -όπως και οι αδελφοί Τσαρνάεφ-, όλοι ωστόσο καταλαβαίνουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα είναι διαφορετικά. Και δεν είναι μόνο οι νέοι.
Χθες δημοσιεύτηκε μια δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία το 30% θεωρεί ότι στη χούντα τα πράγματα ήταν καλύτερα. Πρόκειται φυσικά για άτοπη ερώτηση: η συντριπτική πλειονότητα όσων απαντούν είτε ήταν παιδιά είτε δεν είχαν γεννηθεί επί χούντας.
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα δεν είναι παρά ένα είδος φυγής σε μια «μισο-μυθοποιημένη πατρίδα». Μια εξαιρετικά βολική φυγή βέβαια. Γιατί όταν έχεις μια απάντηση για όλα -τη χούντα, τον σοσιαλισμό, τους κλέφτες ή ό,τι άλλο- στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να απαντήσεις σε τίποτα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι από καιρό έχει χαθεί κάθε δυνατότητα διαλόγου. Εκεί που οι μισοί βλέπουν άσπρο, οι άλλοι μισοί βλέπουν μαύρο, σαν να ζούμε σε παράλληλα σύμπαντα. Μια μορφή ακραίου κοινωνικού παλιμπαιδισμού που γεννά μικρούς Τσαρνάεφ, έτοιμους να ξεσπάσουν σε ό,τι θεωρούν ότι τους φταίει.

ΕΘΝΟΣ 22/4/13

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου