Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΤΟΙΧΗΜΑ Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 1/9/2013)




Η ξαφνική διακοπή της λειτουργίας της ΕΡΤ ήταν ένα σοκ για την ελληνική κοινωνία. Για ορισμένους θετικό — έμοιαζε ο μοναδικός τρόπος για την αντιμετώπιση χρόνιων αμαρτιών. Για πολλούς ωστόσο αρνητικό: φάνηκε σαν μια αυταρχική κίνηση χωρίς σχέδιο και χωρίς προοπτική. Σε κάθε περίπτωση το κλείσιμο πυροδότησε μια έντονη πολεμική μεταξύ των κομμάτων, που μαζί με την κατάληψη των εγκαταστάσεων στην Αγ. Παρασκευή και τον ακραίο συντεχνιακό αγώνα που δίνει η ΠΟΣΠΕΡΤ, μοιάζει να υπονομεύει το μέλλον της «Δημόσιας Τηλεόρασης». Ακόμα και το να συζητήσουμε σήμερα για το ποια τηλεόραση θέλουμε, δείχνει πολυτέλεια. Κι όμως, το στοίχημα για μια τηλεόραση ανεξάρτητη από πολιτικές παρεμβάσεις μπορεί να κερδηθεί. Τα πρώτα σημαντικά βήματα έχουν ήδη γίνει. Και ο στόχος είναι η «ΝΕΡΙΤ» —ή όποιο είναι τελικά το όνομα που θα αποφασιστεί— να εκπέμψει μέσα στο 2013.
Η αρχή έγινε με την ψήφιση του νέου νομοθετικού πλαισίου που κατοχυρώνει αυτή την ανεξαρτησία και βάζει τέλος σε ένα καθεστώς κυβερνητικού ελέγχου. Πρόκειται για μια κορυφαία τομή με ένα νόμο που, όπως αναγνώρισε και η EBU, συγκρίνεται θετικά με τους καλύτερους της Ευρώπης.
Ακολούθησε η συγκρότηση του Εποπτικού Συμβουλίου με πρόσωπα κύρους που μπορούν να εγγυηθούν ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος θα γίνουν με άψογο τρόπο. Έχει ασφαλώς ενδιαφέρον ότι ουδείς ουσιαστικά αμφισβήτησε την καταλληλότητα των προσώπων γι’ αυτόν τους το ρόλο. Στις άμεσες αρμοδιότητες του Εποπτικού Συμβουλίου περιλαμβάνεται η εκλογή του νέου Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου — κάτι που θα γίνει εντός των προσεχών εβδομάδων.  Η κυβέρνηση θα μάθει την  απόφαση του μαζί με όλους τους υπόλοιπους πολίτες.
Ήδη το Εποπτικό Συμβούλιο, παρότι δεν είχε τέτοια υποχρέωση, προχώρησε σε δημόσια προκήρυξη των θέσεων του Διοικητικού Συμβουλίου δίδοντας ένα πρώτο δείγμα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα καθήκοντά του. Παράλληλα ξεκίνησε διαβουλεύσεις με τις συνδικαλιστικές ενώσεις και τα σχετικά πανεπιστημιακά τμήματα ώστε να εξασφαλιστεί η πρόσληψη των δημοσιογράφων που θα εργαστούν στον νέο φορέα (τη ΝΕΡΙΤ) με συνθήκες διαφάνειας και αξιοκρατίας.
Όλα αυτά ωστόσο λίγο έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη και τα Μέσα Ενημέρωσης. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην πολιτική και συνδικαλιστική αντιπαράθεση γύρω από τον μεταβατικό φορέα (τη «Δημόσια Τηλεόραση», όπως ονομάζεται), που εκπέμπει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα υπακούοντας στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι θέλει να στήσει ένα δικό της ‘‘μαγαζάκι’’. Η αλήθεια όμως είναι ακριβώς αντίθετη.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΠΟΣΠΕΡΤ κόπτονται στα λόγια για τη «Δημόσια Τηλεόραση». Στην πραγματικότητα η ΠΟΣΠΕΡΤ αγωνίζεται για την αναβίωση μιας συντεχνιακής ΕΡΤ που είχε καταφέρει να ξοδεύει πάνω από 200.000.000€ χωρίς ουσιαστικά να παράγει πρόγραμμα. Στην πράξη, πέρα από την ενημέρωση, λειτουργούσε για να συντηρεί δεκάδες «διευθύνσεις» και «τμήματα», με διευθυντές και βέβαια αναπληρωτές που δεν έκαναν τίποτε. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΡΤ δεν είναι παρά μια σημαία ευκαιρίας που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της διακηρυγμένης πρόθεσής του να ρίξει την κυβέρνηση. Αν η κυβέρνηση μείνει για πολύ χρόνο —μου είπε χαρακτηριστικά στέλεχός του—, τότε θα επανεξετάσουμε τη στάση μας.

Όταν πριν από σχεδόν δύο μήνες ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τους απολυμένους της ΕΡΤ, υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία και να φύγει το μαύρο από τις οθόνες.
Το σχέδιο της κυβέρνησης προέβλεπε ένα μεταβατικό σχήμα με 2.000 εργαζομένους, το οποίο θα συνέχιζε να παράγει κανονικό πρόγραμμα έως ότου προχωρήσουν οι διαδικασίες για τον νέο φορέα – τη ΝΕΡΙΤ.
Από την πρώτη στιγμή η συζήτηση επικεντρώθηκε σε μια σειρά πρακτικών ζητημάτων που έθεταν οι εργαζόμενοι. Στην ουσία τους, όλα αντιμετωπίστηκαν ή αναλήφθηκαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για να αντιμετωπιστούν. Οι διαπραγματεύσεις ωστόσο παρέμεναν στάσιμες. Γρήγορα έγινε φανερό ότι η ΠΟΣΠΕΡΤ είχε υιοθετήσει μια παρελκυστική τακτική καθυστέρησης με στόχο να μην υπάρξει λύση, και κάποια στιγμή —καθώς εκκρεμούσε και η εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας— να καταστεί αναπόφευκτη η επαναλειτουργία της πρώην ΕΡΤ όπως ήταν πριν από την 11η Ιουνίου.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση έστειλε ένα πρώτο «σήμα», με τη λειτουργία της «Δημόσιας Τηλεόρασης» στην αρχή από ιδιωτικό στούντιο και πολύ γρήγορα από τις εγκαταστάσεις της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης .
Μη έχοντας πρόσβαση στο αρχείο του Ραδιομεγάρου, ήταν αναπόφευκτο να συγκροτηθεί πρόγραμμα από παλαιές εκπομπές με αποτέλεσμα να ασκηθεί καυστική κριτική. Ωστόσο, ο στόχος ήταν άλλος και η εκπομπή συνέβαλε καθοριστικά ώστε να «ξεκολλήσουν» οι διαπραγματεύσεις, όχι βέβαια με την ηγεσία της ΠΟΣΠΕΡΤ αλλά με επιμέρους συλλόγους εργαζομένων.
Πολύ γρήγορα τεχνικοί και σκηνοθέτες ανακοίνωσαν ότι αποδέχονται τον μεταβατικό φορέα και άρχισε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων για την υλοποίησή του. Από την πλευρά τους οι δημοσιογράφοι φάνηκε και αυτοί να αλλάζουν στάση, στην πραγματικότητα ωστόσο μόνο στα λόγια: Ανακοίνωσαν ότι αποδέχονται το κλείσιμο της πρώην ΕΡΤ, ζήτησαν όμως να προχωρήσουν οι διαδικασίες με απευθείας μεταφορά όλου του προσωπικού της ΕΡΤ στη ΝΕΡΙΤ. Ο στόχος ήταν προφανής: Πρώτον να ακυρώσουν νομικά το κλείσιμο της ΕΡΤ, καθώς θα εθεωρείτο καθολικός διάδοχός της η ΝΕΡΙΤ. Δεύτερον, να αποτρέψουν την επαναπροκήρυξη των θέσεων στη ΝΕΡΙΤ· να επαναπροσληφθούν οι ίδιοι, χωρίς την παραμικρή ανανέωση.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά. Ο μεταβατικός φορέας προχώρησε στην προκήρυξη των πρώτων 600 θέσεων για τη «Δημόσια Τηλεόραση». Γιατί 600; Γιατί απλούστατα, με το Ραδιομέγαρο υπό κατάληψη δεν θα μπορούσε να προσληφθούν 2.000 στις εγκαταστάσεις της οδού Κατεχάκη, που δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
H ΠΟΣΠΕΡΤ αντέδρασε με τη γνωστή διπλή γλώσσα και με υποκρισία. Από τη μια πλευρά κεραυνοβολούσε την κυβέρνηση ότι υπαναχωρεί και δεν προσλαμβάνει 2.000, και από την άλλη απειλούσε όσους θα τολμούσαν να κάνουν αίτηση για να επαναπροσληφθούν χαρακτηρίζοντάς τους «δηλωσίες». Κι όταν προκηρύχθηκαν οι υπόλοιπες 1.453 θέσεις, τότε άρχισε να μιλά για «εκβιασμό» και «ομηρεία» των εργαζομένων, ενώ ο (πρώην) Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ έφτασε να πει ότι θα ‘‘χυθεί αίμα’’. Από τις αντιφάσεις στην πλήρη σύγχυση.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση λειτουργούσε υπό ασφυκτική πίεση χρόνου. Πρώτον, γιατί έπρεπε να υλοποιήσει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεύτερον, γιατί στις επαφές με την EBU (την Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιων Τηλεοπτικών Φορέων) είχε γίνει σαφές ότι θα διακοπεί η μετάδοση σήματος της απεργιακής ΕΡΤ, μόλις αρχίσουν ειδησεογραφικές εκπομπές στη «Δημόσια Τηλεό­ραση». Και η διακοπή του σήματος ήταν μία από τις προϋποθέσεις για να μπορέσει η «Δημόσια Τηλεόραση» να μεταφερθεί στην Αγία Παρασκευή.
Τρίτον, και κυριότερο, για να φύγει το μαύρο και να υπάρξει κανονικό πρόγραμμα — έστω με τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι εγκαταστάσεις της Κατεχάκη, οι οποίοι επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα των εκπομπών.
Για το λόγο αυτόν —να αρχίσει δηλαδή το γρηγορότερο δυνατόν η εκπομπή προγράμματος— επελέγη να δοθούν αμέσως στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της μοριοδότησης βάσει της οποίας έγιναν οι προσλήψεις. Αυτό όμως έγινε και για έναν ακόμη λόγο: Να μπορεί ο καθένας να ελέγξει τη διαδικασία σε συνθήκες διαφάνειας. Για τον ίδιο λόγο προσκλήθηκε η συνδικαλιστική εκπρόσωπος των δημοσιογρά­φων να συμμετάσχει στην διαδικασία ελέγχου των αιτήσεων, χωρίς όμως να ανταποκριθεί.
Φυσικά υπήρξαν λάθη, αφού κάποιοι δήλωσαν προσόντα που δεν είχαν. Τα λάθη αυτά χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους —σκόπιμα ή όχι— που μίλησαν για «μαγειρέματα». Η αλήθεια όμως είναι ότι η διαδικασία ήταν και θα παραμείνει απολύτως διαφανής, χωρίς το παραμικρό περιθώριο παρέμβασης. Αλλά βέβαια στην Ελλάδα της σύγχυσης οι κατηγορίες για «μαγειρεία», «φίλους» και «κουμπάρους» είναι εύκολες.
Με αυτόν τον τρόπο, στην αρχή με ελάχιστους εργαζομένους και περιορισμένα τεχνικά μέσα, μεταδόθηκε ενημερωτικό πρόγραμμα από τη «Δημόσια Τηλεόραση» ενώ διεκόπη και η μετάδοση του σήματος της απεργιακής ΕΡΤ από την EBU.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η «Δημόσια Τηλεόραση» κάνει τα πρώτα της βήματα, με πρωινές ενημερωτικές εκπομπές και στόχο να προχωρήσει γρήγορα σε δελτία ειδήσεων.
Οι τεχνικοί περιορισμοί είναι μεγάλοι. Η στελέχωση του σταθμού ακόμα προβληματική — στήθηκε μέσα σε λίγες μέρες από ελάχιστους ανθρώπους. Η κριτική για το τελικό αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτη. Όμως το μείζον είναι σήμερα να κατακτήσει την αξιοπιστία του. Δεν θα είναι εύκολο, καθώς κόμματα της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπουν στα στελέχη τους να εμφανίζονται στις εκπομπές της «Δημόσιας Τηλεόρασης». Έτσι, η κριτική τους κινδυνεύει να γίνει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Είναι φυσικά άλλο θέμα πόσο δημοκρατική είναι μια τέτοια στάση που ουσιαστικά επιχειρεί να «πνίξει» ένα μέσο ενημέρωσης.
Παρ’ όλα αυτά η κατοχύρωση της αξιοπιστίας της «Δημόσιας Τηλεόρασης», και παράλληλα η καθιέρωση αξιοκρατικών διαδικασιών, παραμένει μονόδρομος. Θα είναι μια δύσκολη διαδικασία, ένας μαραθώνιος που θα πρέπει να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες ενός ακραίου κομματισμού που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Παραμένουμε στο δρόμο που έχουμε χαράξει, ωστόσο. Η επιστροφή θα ήταν εγκληματική. Γιατί οι έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα και απαιτούν μια διαφορετική τηλεόραση.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Η απόφαση του Κουβέλη και το εκκρεμές του Κύρκου



Ο Αντ. Σαμαράς θα έχει σίγουρα μετανιώσει για την απόφασή του να κλείσει αιφνιδιαστικά την ΕΡΤ και να προκαλέσει πολιτική κρίση. Από τη μια στιγμή στην άλλη έβαλε υπό αμφισβήτηση όλα όσα είχαμε πετύχει τη χρονιά που πέρασε. Κι αν δεν ήταν η θαρραλέα στάση του κ. Βενιζέλου σήμερα θα βρισκόμασταν και πάλι ακριβώς εκεί που ήμασταν το 2012 και με το ίδιο δίλημμα: μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη, συνέχιση του μνημονίου ή ανοιχτή χρεοκοπία.
Το μείζον ζήτημα βέβαια είναι αν η κυβέρνηση θα έχει τη δύναμη να προχωρήσει ή αν σε λίγους μήνες θα βρεθούμε ξανά σε κρίση. Είναι στο χέρι των δύο εταίρων. Οχι μόνο να κάνουν την επανεκκίνηση αλλά να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για μια στρατηγική συμμαχία που θα ξεπερνά τον ορίζοντα της τετραετίας.
Αν ο κ. Σαμαράς όμως ξεκίνησε την κρίση, η απόλυτη ευθύνη για την κατάληξή της και για το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε βαρύνει αποκλειστικά τη ΔΗΜΑΡ και τον κ. Φ. Κουβέλη. Ο οποίος απέδειξε με τον πιο χειροπιαστό τρόπο ότι όλη αυτή η φιλολογία για «Αριστε­ρά της ευθύνης» ήταν λόγια του αέρα.
Γιατί βέβαια όσο και αν προσπαθήσει, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς η τύχη της ΕΡΤ είναι σημαντικότερη από την τύχη της χώρας. Ιδίως όταν και η ΔΗΜΑΡ αναγνωρίζει την ανάγκη ριζικής εξυγίανσής της. Για τι πράγμα ακριβώς μιλάμε;
Η όλη συμπεριφορά μάλιστα του κ. Κουβέλη, η υπαναχώρηση σε ένα πλαίσιο λύσης που φάνηκε ότι είχε αποδεχθεί και ο τρόπος με τον οποίο προκατέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τη «δεσμευτική» απόφαση της Κοινοβουλευτικής του ομάδας, δημιουργούν βάσιμες υποψίες ότι επιδίωξε τη ρήξη, ότι έψαχνε ευκαιρία για να φύγει από την κυβέρνηση.
Κλασική περίπτωση πολιτικής υποκρισίας; Πιθανώς. Αλλά και βαρύτατο κρούσμα «όρασης τούνελ» όπου ένα κόμμα αδυνατεί να δει τη μεγάλη εικόνα, αρνείται να καταλάβει τις διαθέσεις της κοινωνίας και βραχυκυκλώνεται σε μια στενόμυαλη αντίληψη για το κομματικό συμφέρον. Γιατί και αυτό αμφισβητείται. Μπορεί ο κ. Κουβέλης να ελπίζει ότι με τη ζαριά της εξόδου από την κυβέρνηση και απαλλαγμένος από το πολιτικό κόστος θα μπορέσει να διεκδικήσει καλύτερα την εκπροσώπηση της Κεντροαριστεράς. Αυτό ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο - άλλωστε πρόσφατα το δοκίμασε από τα δεξιά και ο κ. Καρατζαφέρης με καταστροφικά αποτελέσματα.
Για τη ΔΗΜΑΡ η προοπτική μπορεί να αποδειχθεί ακόμα χειρότερη. Πρώτον, γιατί η απόφασή της είναι βέβαιο ότι θα διχάσει τους ίδιους τους ψηφοφόρους της που την ψήφισαν μετά τη ρητή δέσμευση ότι θα μπει στην κυβέρνηση. Δεύτερον και πιο ουσιαστικό όμως είναι το ότι στις προσεχείς εκλογές κινδυνεύει να κατέβει χωρίς πολιτική πρόταση και χωρίς στρατηγική προοπτική. Γιατί θα υποστηρίξει τι; Ψηφίστε με για να μπω στην κυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία; Εκτός και αν φιλοδοξούν να γίνουν μια ακόμα συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Με τις αποφάσεις του ο κ. Κουβέλης ακόμα και άθελά του μπορεί να κάνει μια τέτοια επιλογή για τη ΔΗΜΑΡ αναγκαστική - ένα είδος αριστερού μπαλαντέρ. Είχε από παλιά μιλήσει ο Λεωνίδας Κύρκος για το εκκρεμές!

ΕΘΝΟΣ 23/6/13

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Το ΠΑΣΟΚ είναι πάλι εδώ!



Είναι η δεύτερη φορά που ο Ευάγγελος Βενιζέλος βγάζει το φίδι από την τρύπα. Την πρώτη, τον Ιούνιο του 2011, όταν, αναλαμβάνοντας υπουργός Οικονομικών, ουσιαστικά διασφάλισε τη συνοχή του ΠΑΣΟΚ που μπόρεσε να υπερψηφίσει το αναθεωρημένο Μνημόνιο.
Και βέβαια προχθές που κράτησε στη ζωή την κυβέρνηση και απέτρεψε κατά πάσα πιθανότητα μια απροσδόκητη χρεοκοπία, αλλά και το ενδεχόμενο παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας. Μπορεί να φανταστεί άραγε κανείς τι θα συνέβαινε αν στην επόμενη Βουλή αναδεικνυόταν η ακροδεξιά σε ρυθμιστικό παράγοντα;
Δεν ήταν δεδομένη εκ των προτέρων η στάση του κ. Βενιζέλου. Ολοι θυμόμαστε ότι πέρυσι, μετά τις εκλογές του Μαΐου, το ΠΑΣΟΚ είχε θέσει ως όρο για να συμμετάσχει στην κυβέρνηση τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ. Ο πειρασμός να αποχωρήσει μαζί της και να μη φορτωθεί μόνο του το πολιτικό κόστος θα ήταν μεγάλος. Αλλά βέβαια θα ήταν και μια καταστροφική επιλογή.
Οχι μόνο γιατί θα φαινόταν ουρά της ΔΗΜΑΡ. Αλλά γιατί θα βρισκόταν να αντιφάσκει με τον ίδιο του τον εαυτό και την πολιτική που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια. Ουσιαστικά θα παρέδιδε την πολιτική του ταυτότητα και θα έχανε τον λόγο ύπαρξής του - περίπου όπως η ΔΗΜΑΡ.
Ο κ. Βενιζέλος είχε τη λογική και το θάρρος να μην μπει στον πειρασμό. Κράτησε έτσι σταθερά το ΠΑΣΟΚ στον χώρο της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, ώστε να μπορεί προοπτικά να αποτελέσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας από τον χώρο των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων.
Θα βγει λοιπόν κερδισμένο το ΠΑΣΟΚ; Σίγουρα από χθες αποτελεί τον μοναδικό υπαρκτό πόλο συσπείρωσης των εκσυγχρονιστικών-μεταρρυθμιστικών δυνάμεων της προοδευτικής παράταξης. Από εκεί και πέρα το πώς θα πάει δημοσκοπικά θα εξαρτηθεί πολύ από την πορεία της κυβέρνησης. Από το αν θα μπορέσει να έχει χειροπιαστά θετικά αποτελέσματα. Αλλά και από το αν το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει να βάλει τη δική του σφραγίδα στο κυβερνητικό έργο.
Δεν θα είναι εύκολο. Αν βρεθούμε πάλι να παρακολουθούμε μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ των δύο εταίρων με γκρίνιες και διαφωνίες για κάθε επιμέρους ρύθμιση, που θα λειτουργούν παραλυτικά για το κυβερνητικό έργο, τότε η συνεργασία θα αποδειχθεί βραχύβια. Απαιτούνται γενναίες αποφάσεις και σαφείς ιεραρχημένοι στόχοι. Με αυτή την έννοια η πρόσκληση του κ. Βενιζέλου προς τον κ. Σαμαρά για μια νέα βάση στη συνεργασία τους απευθύνεται ουσιαστικά και στο ΠΑΣΟΚ, που θα πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση.
Και η Κεντροαριστερά; Εως την Πέμπτη το μεσημέρι πολλοί πίστευαν ότι η κρίση της ΕΡΤ είχε φέρει πιο κοντά το ΠΑΣΟΚ με τη ΔΗΜΑΡ. Οι δύο ηγέτες είχαν αποκτήσει κοινό βηματισμό και είχαν καλή χημεία - αντίθετα από τη σχέση τους με τον κ. Σαμαρά. Στελέχη της ΔΗΜΑΡ μάλιστα θεωρούσαν σχεδόν δεδομένη τη δημιουργία ενός κοινού σχήματος. Προφανώς υπολόγισαν λάθος.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι το ένα κόμμα θα είναι μέσα στην κυβέρνηση και το άλλο έξω. Οσο η ασάφεια πλέον των στρατηγικών επιλογών της ΔΗΜΑΡ.
Η απόφασή της να πάρει μέρος στην τρικομματική φάνηκε ως επιθυμία να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Αποδείχθηκε ότι δεν αντέχει το βάρος, ότι ακούει περισσότερο την πλατεία και τον πολιτικο-δημοσιογραφικό μικρόκοσμο, που αποτελεί τον βασικό χώρο αναφοράς μεγάλης μερίδας των στελεχών της. Ετσι όμως δεν μπορεί να διεκδικήσει ουσιαστικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ιδιαίτερα σε συνθήκες πόλωσης και σκληρών διλημμάτων.

ΕΘΝΟΣ 22/6/13

Η απάντηση των δημοσιογράφων!



Οι εκλογές σε ένα επαγγελματικό σωματείο σπάνια έχουν γενικότερη πολιτική σημασία. Τα όσα έγιναν στο Σωματείο των Δημοσιογράφων ωστόσο έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον και προσφέρονται για ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα. Μέρες που είναι βλέπετε, με την κυβέρνηση να κάνει «δώρο» το κλείσιμο της ΕΡΤ, όπου απασχολούνται περίπου 800 δημοσιογράφοι, και με ανεργία στον κλάδο της τάξεως του 50%, όλοι περίμεναν ενίσχυση του «αγωνιστικού» προεδρείου που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντ' αυτού τις εκλογές τις κέρδισε μια πρωτοεμφανιζόμενη ακομμάτιστη παράταξη, ενώ οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκαν σε απόλυτο αριθμό ψήφων.
Με δυο λόγια αυτό που έγινε είναι ότι οι δημοσιογράφοι, δύο χρόνια τώρα, έζησαν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στον συνδικαλισμό, και λένε φτάνει. Η οποία πολιτική συνοψίζεται σε μία λέξη: απεργία. Απεργία γενική μαζί με τη ΓΣΕΕ, απεργία κλαδική για νέα συλλογική σύμβαση και απεργίες στοχευμένες σε συγκεκριμένα Μέσα - συνήθως για απολύσεις ή περικοπές. Κι από απεργία σε απεργία ο κλάδος συρρικνώθηκε, πολλά μέσα έκλεισαν και βέβαια δεν υπογράφηκε νέα σύμβαση.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος και τι πρέπει να κάνει ένα σωματείο. Σε τέτοιες εποχές δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Αλλά για παράδειγμα αν μπορεί να αποφευχθεί το κλείσιμο μιας εφημερίδας με μειώσεις μισθών ή ακόμα και με περιορισμένες απολύσεις είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι το αποδέχθηκαν επανειλημμένα, πάντα όμως σε αντίθεση με την ΕΣΗΕΑ.
Εχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι το κατεξοχήν προσκείμενο στη διοίκηση φύλλο που δεν προχώρησε -παρά πολύ αργά- σε τέτοιες κινήσεις, αναγκάστηκε να κλείσει. Οπως επίσης έχει ενδιαφέρον το ότι, με την άρνηση να αποδεχθεί λογικές μειώσεις στους μισθούς, δεν υπογράφηκε συλλογική σύμβαση, με αποτέλεσμα μεγαλύτερες μειώσεις με ατομικές συμβάσεις.
Παραδόξως ακόμα και η απεργία στην ΕΡΤ λειτούργησε σε βάρος της διοίκησης. Πρώτον γιατί κατάφερε να ταυτιστεί με τη συνδικαλιστική ηγεσία της δημόσιας τηλεόρασης, που είναι ό,τι πιο αναχρονιστικό και παλαιοκομματικό μπορεί να φανταστεί κανείς. Και δεύτερον γιατί στη διαχείριση του προγράμματος που έβγαλαν στον αέρα οι εργαζόμενοι αναδείχθηκαν τα σταλινικά αντανακλαστικά στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, με τον αποκλεισμό κάθε μη αρεστής άποψης.
Κι αυτό είναι ένα γενικότερο ζήτημα. Γιατί η ΕΣΗΕΑ πρέπει να είναι το μοναδικό σωματείο δημοκρατικής χώρας στον κόσμο στο οποίο δημοσιογράφοι έχουν διαγραφεί από συναδέλφους τους για απόψεις που έχουν εκφράσει σε κείμενά τους!
Κατά τα άλλα, η Ενωση Συντακτών αρέσκεται να αναδεικνύει ζητήματα «αξιοπιστίας» του Τύπου, πάντοτε όμως μέσα από μια αυταρχική λογική με κώδικες και επιτροπές δεοντολογίας, που βέβαια δεν έχουν το παραμικρό πρακτικό αντίκρισμα. Δεν προκαλεί φυσικά έκπληξη ότι κατά την ΕΣΗΕΑ η παραβίαση της δεοντολογίας γίνεται πάντα προς μία κατεύθυνση - προς δόξαν της στρατευμένης δημοσιογραφίας. Και βέβαια όλο αυτό το ανηλεές σφυροκόπημα έχει συμβάλει αποφασιστικά στην εδραίωση της πεποίθησης ότι ο Τύπος είναι αναξιόπιστος.
Γιατί φυσικά δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό κανενός συνδικαλιστή η ανάγκη δημιουργίας θετικών προτύπων -ας πούμε όπως τα βραβεία Πούλιτζερ- που θα συνέβαλλαν στην αναβάθμιση του επαγγέλματος. Οπως πολύ περισσότερο δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό τους η ανάγκη συνολικής παρέμβασης στην κρίση του Τύπου, δέκα και πλέον χρόνια τώρα, καθώς φαινόταν ότι αργά ή γρήγορα θα σκάσει η φούσκα.
Αγωνιστές ήταν, όχι μάνατζερ. Τους ήταν αρκετό λοιπόν κάθε χρόνο να διασφαλίζουν «αυξήσεις» πάνω από 5%, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έμπαιναν έτσι όλο και πιο βαθιά στο πηγάδι. Κι όμως είχαν προειδοποιηθεί...

ΕΘΝΟΣ 21/6/13

Ο... Αλέξης έδειξε τον δρόμο!



Αυτή η τρελή περιπέτεια των πρόωρων εκλογών τελείωσε ή θα έπρεπε να είχε τελειώσει τη Δευτέρα το βράδυ. Οχι στο Μαξίμου, αλλά στην πλατεία Συντάγματος, εκεί που οργάνωσε τη συγκέντρωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθένας μπορεί να έχει άποψη για το αν ήταν μικρή ή μεγάλη. Ενα σίγουρα δεν ήταν: η συγκέντρωση που θα οδηγούσε στην ανατροπή της κυβέρνησης. Στο κάλεσμα του κ. Α. Τσίπρα -απόψε τελειώσατε, κ. Σαμαρά- ούτε τα κομματικά μέλη καλά καλά δεν ανταποκρίθηκαν.
Ο προφανής λόγος είναι ότι μια μειοψηφία μόνο του ελληνικού λαού επιθυμεί τις πρόωρες εκλογές. Κι όλοι καταλαβαίνουν ότι οι κίνδυνοι για τη χώρα από την προσφυγή στις κάλπες είναι μεγάλοι. Ενδεχομένως όμως να υπάρχει και κάτι παραπάνω.
Στο κάτω κάτω οι ίδιοι κίνδυνοι υπήρχαν και πέρυσι, αυτό όμως δεν εμπόδισε την Αθήνα να δίνει την εικόνα πολιορκημένης πόλης την ημέρα που μπήκε σε ψηφοφορία το «δεύτερο» Μνημόνιο.
Από τότε βέβαια έχουν μεσολαβήσει πολλά. Κορυφαίο ίσως η προσφυγή της Κύπρου και η χρεοκοπία του «αδελφού» ΑΚΕΛ που βοήθησε ασφαλώς πολλούς να κατανοήσουν την πραγματικότητα της κρίσης και την ανεδαφικότητα της φιλολογίας για λύσεις ερήμην της Ευρωζώνης. Οσο για τα αδελφά κόμματα του εξωτερικού, στη Βενεζουέλα πια στήνονται με τις ώρες σε ουρές στα σούπερ μάρκετ για τα πιο στοιχειώδη αγαθά.
Βοήθησε όμως και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιμένει σε έναν πολιτικό λόγο κενό περιεχομένου. Πολλοί υποστήριξαν ότι ο κ. Τσίπρας τη Δευτέρα προσπάθησε να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στην πραγματικότητα η ομιλία του ήταν μια αλληλουχία συνθημάτων. Κι όταν κάποια στιγμή φάνηκε να θέλει να περιορίσει τα «θα», είπε με περίσσευμα μετριοφροσύνης: «Μια υπόσχεση δίνουμε. Θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας». Ποιος Ανδρέας και ποιος Αλέξης - εδώ μιλάμε για Μεγαλέξανδρο!
Αυτός ο διαφαινόμενος ρεαλισμός ωστόσο είναι επικίνδυνος. Γιατί μπορεί να εκληφθεί από τους πολιτικούς ότι γυρνάμε στα ίδια. Μεγάλο λάθος - η οργή των πολιτών παραμένει αμείωτη. Και αν μη τι άλλο, η κυβερνητική φαρσοκωμωδία με την ΕΡΤ τη μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.
Υπάρχουν, βλέπετε, δύο λογικές. Η κοινή λογική των πολιτών που λέει ότι για ένα τέτοιο θέμα όπως της τηλεόρασης δεν μπορεί να συζητούνται καν οι εκλογές, ιδίως όταν έχουν ψηφιστεί πολύ σκληρότερα κι όταν διακυβεύονται τόσο πολύ σοβαρότερα.
Και η λογική της πολιτικής όπου το εθνικό υποτάσσεται στο κομματικό και το κομματικό στο προσωπικό. Οι πολιτικοί αρχηγοί φλέρταραν πολύ με τη δεύτερη και είναι βέβαιο ότι οι πολίτες δεν θα το ξεχάσουν εύκολα. Βγαίνουν όλοι τους χαμένοι.
Ακόμα χειρότερα, δεν έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν έναν πολιτικό λόγο που να εμπνέει και να λειτουργεί θετικά. Ακόμα και οι μεταρρυθμίσεις παρουσιάζονται περίπου ως τιμωρία προς την κοινωνία, η αναγκαία μετάνοια εις άφεσιν αμαρτιών. Κλασικό παράδειγμα η ΕΡΤ, όπου η αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης παρουσιάστηκε σαν απάντηση στα σκάνδαλα - για τα οποία όμως το κύριο βάρος το φέρουν οι πολιτικοί, οι διοικήσεις, οι συνδικαλιστές, όχι οι εργαζόμενοι. Η θετική πλευρά, μια δημόσια τηλεόραση αντάξια της αποστολής της, απλώς αγνοήθηκε, προφανώς γιατί δεν υπήρχε.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είναι κρίσιμη για την ανάκαμψη της οικονομίας. Πριν από αυτό ωστόσο και μαζί με τις περικοπές, θα θέλαμε να δούμε και μια αλλαγή στη λειτουργία του κράτους, κατάργηση της γραφειοκρατίας, υπεράσπιση της αξιοκρατίας, ισονομία και έναντι των ισχυρών. Ποιος ξέρει, μπορεί έτσι και η κυβέρνηση μετά την κρίση να ξαναβρεί τον βηματισμό της!

ΕΘΝΟΣ 20/6/13

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Δύο θυμωμένοι αρχηγοί



Από το προχθεσινό θρίλερ στο Μαξίμου μου έκανε τη μεγαλύτερη και τη χειρότερη εντύπωση το ύφος των αρχηγών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ στις δηλώσεις τους μετά τη συνάντηση. Οχι διάθεση συμβιβασμού δεν έδειχναν, αλλά αντιθέτως μόλις και μετά βίας έκρυβαν την οργή τους. Σαν να είχαν ανεβάσει αδρεναλίνη και έψαχναν ευκαιρία να ξεσπάσουν. Ηταν και οι δύο σε απόλυτη αναντιστοιχία με την αγωνία των πολιτών που δεν θέλουν εκλογές κι αναζητούσαν σημάδια εκτόνωσης και μετριοπάθειας.
Αντιθέτως, ήταν πολύ θετική η προσπάθεια του κ. Σαμαρά να αποφορτίσει το κλίμα υποβάλλοντας σειρά προτάσεων που έπαιρναν υπόψη τις ανησυχίες και την ενόχληση των άλλων δύο.
Ο κ. Σαμαράς βέβαια φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κρίση, ήταν αναγκαίο αυτός να πρέπει να πάρει και τις πρωτοβουλίες για το ξεπέρασμά της. Ο τρώσας και ιάσεται. Παραμένουν φυσικά σοβαρές διαφωνίες. Θα είναι ο απόλυτος εξευτελισμός ωστόσο του πολιτικού συστήματος να οδηγηθούμε σε εκλογές επειδή οι τρεις διαφωνούν στην ερμηνεία μιας δικαστικής απόφασης. Μπορούμε κατά συνέπεια να ελπίζουμε.
Η οργή των κ. Βενιζέλου και Κουβέλη ήταν ειλικρινής. Αισθάνθηκαν ότι τσαλακώνονται από τον κ. Σαμαρά. Ομως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι δύο αρχηγοί -και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν- είναι οι εσωκομματικές διαφωνίες σε συνδυασμό με τις δημοσκοπήσεις. «Αν δεν αντιδρούσαν έντονα μπορεί να έχαναν το κόμμα», είναι μια συνηθισμένη αντίδραση στενών συνεργατών τους. Και δεν απέχει (πολύ) από την αλήθεια. Γιατί βέβαια μιλάμε για την Κεντροαριστερά, αλλά για ποια ακριβώς Κεντροαριστερά;
Ο κ. Βενιζέλος, για παράδειγμα, ο οποίος έχει πολύ μικρή προσωπική βάση μέσα στο κόμμα, αναγκάστηκε από την πρώτη στιγμή να ρίξει γέφυρες προς την παλαιοκομματική πτέρυγα παρά το ότι ο ίδιος ως συγκρότηση αλλά και στην προσωπική του διαδρομή δεν έχει την παραμικρή σχέση μαζί τους.
Ολη η συζήτηση για τους «κηπουρούς» του Γιώργου Παπανδρέου μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αντίδραση σε αποτυχημένες προσωπικές επιλογές του πρώην πρωθυπουργού. Μπορεί όμως να διαβαστεί και ως ενόχληση του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ στην έξωθεν «εισβολή» νέων στελεχών. Σε τελευταία ανάλυση αν κάποιοι «κηπουροί» ήταν αποτυχημένοι, εξίσου αποτυχημένοι ή ανύπαρκτοι ήταν και πολλοί άλλοι υπουργοί.
Ο,τι κι αν συνέβη, το βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ μιλάει όλο και λιγότερο για μεταρρυθμίσεις κι ένα κομμάτι του όχι μόνο θέλει να φύγει από την κυβέρνηση αλλά προοπτικά δεν θα απέκλειε μια συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η δήλωση του θεωρούμενου εκσυγχρονιστή Παρασκευά Αυγερινού ότι δεν νοείται «Ελιά» χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτική. Στην ουσία πρόκειται για το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ΄80, αυτό που υπονόμευσε τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, το ΠΑΣΟΚ που δεν συμφιλιώθηκε, ούτε κατάλαβε τις νέες στρατηγικές προκλήσεις της χώρας.
Από διαφορετική διαδρομή έρχονται οι διαφωνούντες της ΔΗΜΑΡ. Γι΄ αυτούς το ΠΑΣΟΚ του '80 είναι ανάθεμα. Η ιδεολογική και η πολιτική τους συγκρότηση παραπέμπει ευθέως στην παραδοσιακή Αριστερά έστω και στην ανανεωτική της εκδοχή. Η ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά προέκυψε από δύο στοιχεία. Το πρώτο ήταν η ανοχή στη βία και το δεύτερο η αντιευρωπαϊκή του στροφή.
Κατά τα άλλα, για τα στελέχη αυτά η λογική των μεταρρυθμίσεων, της ενίσχυσης της αγοράς, των περισσότερων αποκρατικοποιήσεων και του περιορισμού του κράτους παραμένει απόλυτα ξένη. Κι όσο και αν διαφωνούν με τις ακρότητες του ΣΥΡΙΖΑ, εξίσου ή και περισσότερο ενοχλούνται από τη συνύπαρξη με τη Νέα Δημοκρατία. Αφορμή ψάχνουν για να φύγουν. Και η ΕΡΤ φάνηκε να τους τη δίνει!

ΕΘΝΟΣ 19/6/13

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Επανεκκίνηση ή μιζέρια;



Δεν είναι απολύτως σαφές ότι αποφύγαμε τον σκόπελο. Σίγουρα η συνάντηση των τριών αρχηγών δεν κατέληξε σε αδιέξοδο. Κι αυτό δημιουργεί βάσιμες ελπίδες, με τη βοήθεια και του ΣτΕ, ότι τελικά θα βρεθεί λύση χωρίς να οδηγηθούμε σε καταστροφικές για τη δεδομένη συγκυρία εκλογές. Ακόμα καλύτερα με το να μπουν τα ζητήματα λειτουργίας της κυβέρνησης στο τραπέζι μπορεί να οδηγηθούμε σε ένα πιο αποτελεσματικό και λειτουργικό σχήμα. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Γιατί ένας μίζερος συμβιβασμός θα έχει ημερομηνία λήξης. Το ζητούμενο είναι μια δυναμική επανεκκίνηση. Και βέβαια οι τρεις αρχηγοί να μάθουν από τα λάθη τους για να μην τα επαναλάβουν.
Πρώτο λάθος να πάψουν να γίνονται αιχμάλωτοι της ρητορείας τους. Κι αυτό είχε αρχίσει να διαφαίνεται καιρό τώρα κυρίως από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Προσπαθούσαν αγωνιωδώς να κάνουν διακριτή την παρουσία τους τραβώντας κόκκινες γραμμές και θέτοντας όρους και το μόνο που πετύχαιναν είναι να δυσκολεύουν τη ζωή τόσο της κυβέρνησης όσο και τη δική τους.
Αυτή τη φορά ο πρώτος που έπεσε στην παγίδα ήταν ο κ. Αντώνης Σαμαράς. Eκανε μια αλαζονική και επιπόλαιη κίνηση - αντιπερισπασμό στην αποτυχία της Gazprom χωρίς να υπολογίσει τις παρενέργειες. Ακόμα χειρότερα, την παρουσίασε ως τη λυδία λίθο των μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα κάθε συμβιβασμός να φαίνεται σαν ταπεινωτική υποχώρηση... Τον ακολούθησαν με ενθουσιασμό οι δύο εταίροι. Είναι ενδεικτικό ότι το βράδυ της Τρίτης στελέχη των δύο κομμάτων υποστήριζαν ότι το πρόβλημα που δημιουργήθηκε δεν ήταν τέτοιο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης. Την επόμενη ημέρα άλλωστε αναζητούσαν συμβιβαστική λύση με το προσωρινό άνοιγμα της ΕΡΤ.
Δύο ημέρες αργότερα η στάση τους άλλαξε άρδην, έφτασαν μάλιστα να λένε πως δεν κάνουν πίσω ακόμα κι αν αυτό σημαίνει εκλογές. Είναι προφανές ότι είχαν υποκύψει στην πλειοδοσία της αδιαλλαξίας.
Το δεύτερο μεγάλο λάθος ήταν η στρεβλή αντίληψη που έχουν οι εταίροι για το πώς λειτουργεί μια κυβέρνηση συνεργασίας. Κατ' επανάληψη, για παράδειγμα, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αμφισβήτησαν πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος του. Οσο σωστό όμως είναι ότι πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο αλληλοσυνεννόησης άλλο τόσο σωστό είναι ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργήσει αν κάθε της απόφαση αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης. Πόσω μάλλον όταν το ζητούμενο είναι η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα.
Με άλλα λόγια σε μια κυβέρνηση συνεργασίας υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο, συμφωνούνται ίσως ορισμένοι συγκεκριμένοι στόχοι και από εκεί και πέρα λειτουργεί αυτόνομα και ελέγχεται από τη Βουλή.
Αυτό μας οδηγεί στο τρίτο λάθος, στην παντελή απουσία δηλαδή πολιτικών προτάσεων πέραν του Μνημονίου. Τι θα μπορούσε να είναι αυτές; Να επέμεναν, για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ να βγει ένα κονδύλι 2 δισεκατομμυρίων ώστε να αντιμετωπιστεί το μέγα σκάνδαλο της εποχής μας: η εγκατάλειψη της συντριπτικής πλειονότητας των ανέργων χωρίς την παραμικρή βοήθεια.
Πώς θα βρισκόταν το κονδύλι αυτό; Θα ήταν δουλειά του κ. Στουρνάρα, ο οποίος και θα είχε την ευθύνη να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις και τις μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου. Θα έβαζαν έτσι τη σφραγίδα τους στο κυβερνητικό έργο χωρίς να παρακωλύουν τη λειτουργία της κυβέρνησης.
Αντ' αυτού υπέγραψαν ένα εξωπραγματικό πλαίσιο συνεργασίας, ένα είδος προοδευτικού φερετζέ, το οποίο μετέτρεψαν σε «κουρελόχαρτο» την επομένη. Και περίμεναν ότι σε κάθε δύσκολη κυβερνητική απόφαση θα μπαίνει και ολίγος αριστερός μαϊντανός για να είναι όλοι ικανοποιημένοι. Ε, λοιπόν, έτσι δεν κυβερνιέται μια χώρα!

ΕΘΝΟΣ 18/6/13

Οπισθεν ολοταχώς...



Πολλοί ασφαλώς θα θυμούνται ότι τον προηγούμενο χρόνο η Ενωση Συντακτών είχε διακόψει το πρόγραμμα της ΕΡΤ σε μια απεργία στην οποία είχαν δηλώσει συμμετοχή μόλις 13 δημοσιογράφοι από τους περίπου 800 που ήταν στο μισθολόγιο. Οπως επίσης θυμόμαστε τις πολύμηνες απεργίες της ΕΡΤ για ψύλλου πήδημα. Οχι κατ' ανάγκη με την έννοια ότι τα αιτήματα δεν ήταν σοβαρά. Αλλά για την ευκολία με την οποία οι συνδικαλιστές καταχρώνται ένα δικαίωμα, την ώρα μάλιστα που απεργούν κατά κανόνα αμειβόμενοι.
Δεν θα πρέπει να έχουμε αμφιβολία, λοιπόν, ότι κάθε προσπάθεια εξυγίανσης θα γινόταν σε συνθήκες ανοικτής σύγκρουσης - κατά πάσα πιθανότητα με την ΕΡΤ κλειστή, από τους ίδιους τους συνδικαλιστές όμως. Αυτό φυσικά καθόλου δεν αναιρεί πόσο λανθασμένοι και αλαζονικοί ήταν οι χειρισμοί της κυβέρνησης.
Οι λόγοι έχουν αναλυθεί κατά κόρον. Και για έναν ακόμη όμως: είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο εξυγίανσης της ΕΡΤ. Εκλεισε για άλλους λόγους.
Και πώς να υπήρχε; Η τρικομματική είχε φροντίσει να μην υπάρξει, μέσα στη θέρμη και των τριών να διατηρήσουν το προηγούμενο καθεστώς και να διορίσουν ό,τι μπορούσαν. Τώρα ανακάλυψαν την εξυγίανση. Και ανέσυραν το νομοσχέδιο Αλιβιζάτου που οι ίδιοι -της ΝΔ- είχαν απορρίψει όταν είχε κατατεθεί επί κυβερνήσεως Παπαδήμου! Δείχνοντας να αγνοούν ότι το σχέδιο αφορά τη θεσμική ανεξαρτησία της ΕΡΤ. Δεν έχει την παραμικρή σχέση με την οικονομική και τη λειτουργική της εξυγίανση.
Με δυο λόγια, τα έκαναν θάλασσα. Δεν είναι οι μόνοι. Εξίσου ακατανόητη είναι η στάση της συνδικαλιστικής ηγεσίας των δημοσιογράφων. Οι οποίοι, επειδή η κυβέρνηση έκλεισε την ΕΡΤ, αποφάσισαν να κλείσουν τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης! Το ότι εκ των προτέρων γνώριζαν ότι η απεργία θα βγει παράνομη είναι το λιγότερο. Το σοβαρότερο είναι ότι δημιουργούν την πεποίθηση σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης -όχι άδικα- ότι έχουν πολιτικά κίνητρα. Σε αναβρασμό να βρισκόμαστε.
Το ίδιο ακατανόητη είναι και η στάση των τριών αρχηγών. Οι οποίοι δίνουν την εντύπωση ότι παίζουν σκάκι στις πλάτες μας, ότι έχουν αποδυθεί σε μια μάχη εντυπώσεων, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Γιατί βέβαια θα ήταν ακραία πράξη ανευθυνότητας να οδηγήσουν αυτήν τη στιγμή τη χώρα σε εκλογές. Επιστρέφουμε ολοταχώς στο 2012 και με το ίδιο ακριβώς διακύβευμα. Να ακυρωθεί η προσπάθεια της τελευταίας χρονιάς, να ανοίξουμε ξανά την πόρτα της εξόδου από το ευρώ!
Είναι και ολίγον κωμικό. Δεν μπορεί από τη μια πλευρά η χώρα να προχωρά με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια ατέρμονων συζητήσεων στη Βουλή, και από την άλλη να έχουμε την πολυτέλεια επαναλαμβανόμενων κατ' έτος εκλογών! Οχι άδικα θα μας δείξουν την έξοδο οι εταίροι.
Ποιος φταίει; Και οι τρεις. Ο πρωθυπουργός που μας θύμισε την επιπολαιότητα και τον παρορμητισμό που θέλαμε να ξεχάσουμε. Και οι δύο εταίροι που αρνούνται να δουν τη μεγάλη εικόνα και εμμένουν στον μικροκομματισμό τους. Το «παλαιό ΠΑΣΟΚ», που ύστερα από δύο χρόνια στην εξουσία βγαίνει στο «αντάρτικο» προσποιούμενο ότι δεν ξέρει τίποτα για την ταμπακέρα. Και τη ΔΗΜΑΡ που νομίζει ότι μας κάνει χάρη να μετέχει στην κυβέρνηση, γιατί έχει αποδεχθεί, λέει, τόσα πολλά που δεν της ταιριάζουν. Είδαμε τον δικό της εκσυγχρονισμό: 4-2-1 στους διορισμούς και τα σκυλιά δεμένα!
Θα μας προτείνουν άλλωστε τι; Ψηφίστε μας για να συνεργαστούμε ξανά με τον Σαμαρά; Ή με τον ΣΥΡΙΖΑ; Δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν μονόδρομο είτε την ακυβερνησία είτε την αυτοδυναμία της ΝΔ;

ΕΘΝΟΣ 17/6/13

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Η τηλεοπτική επανάσταση άρχισε χωρίς να μας περιμένει!



Οπως συνήθως συμβαίνει στην πατρίδα μας, ο διάλογος που αναπτύχθηκε πάνω στο ζήτημα της ΕΡΤ ήταν απόλυτα προσχηματικός. Αφορούσε δηλαδή όχι την ΕΡΤ καθαυτή αλλά το πώς τα κόμματα θα περνούσαν το μήνυμά τους. Δεξιά οι οπαδοί του εκσυγχρονιστικού σοκ, αριστερά οι προστάτες του λαού από πάσαν νόσο, στη μέση οι εκσυγχρονιστές με κοινωνική ευαισθησία. Και επί της ουσίας τίποτα.
Ποια είναι η ουσία; Μα φυσικά η πολιτική στα μέσα ενημέρωσης, η διαμόρφωση του νέου τηλεοπτικού πεδίου, η ποιότητα τελικά της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας που θέλουμε. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που ακούσαμε ήταν να μην κλείσει η ΕΡΤ για κάποιες λίγες καλές εκπομπές, όπως το «Παρασκήνιο», και για πιο ψύχραιμες ειδήσεις.
Το κλείσιμο της ΕΡΤ βέβαια, όλως τυχαίως, συνέπεσε με μια κρίσιμη ημερομηνία: τη 13η Ιουνίου. Ως τότε λοιπόν είχαμε δεσμευτεί απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση -ειδάλλως θα πληρώναμε πρόστιμο αν θυμάμαι καλά γιατί έχουμε ήδη καθυστερήσει για κάποια χρόνια- ότι θα έχουμε ετοιμάσει το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την ψηφιακή τηλεόραση. Τα πρώτα βήματα είχαν γίνει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν προχώρησαν όμως γιατί ο κ. Σαμαράς ήθελε να χειριστεί το ζήτημα η κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές. Τι έκανε όλο αυτό τον χρόνο η κυβέρνηση; Τίποτα. Μηδέν στην κυριολεξία. Παρότι θα εισέπραττε και χρήματα.
Τι κάθεσαι και μας λες τέτοια διαδικαστικά, μπορεί να πείτε. Ομως είναι πολύ ουσιαστικά. Για δύο λόγους. Πρώτον, στο νέο πλαίσιο θα προβλέπεται υποχρεωτικά η επαναπροκήρυξη με ανοικτούς διαγωνισμούς όλων των τηλεοπτικών αδειών. Θα μπει τέλος δηλαδή στο καθεστώς της ασυδοσίας και στους λογής λογής πειρατές που αποτελούν μία από τις πηγές της τηλεοπτικής μας κακοδαιμονίας.
Δεύτερον, γιατί στην ψηφιακή εποχή ο αριθμός των πανελλαδικής εμβέλειας καναλιών θα είναι έως 36 ή λίγο λιγότερα αν κάποια είναι υψηλής ευκρίνειας. Από αυτά, τα 15 προβλεπόταν να ανήκουν στο Δημόσιο και τα υπόλοιπα να είναι ιδιωτικά.
Είναι φανερό πως όταν μιλάς για επαναπροκήρυξη αδειών και για πολύ μεγαλύτερο αριθμό καναλιών, οι δυνατότητες που προσφέρονται είναι δραματικά μεγαλύτερες. Για παράδειγμα, από τα 15 κρατικά τίποτα δεν εμποδίζει το ένα να είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον πολιτισμό και η καλλιτεχνική διαχείρισή του να γίνεται από το Κέντρο Κινηματογράφου, ή το Φεστιβάλ Αθηνών, ή ό,τι άλλο. Ακόμα και στα ιδιωτικά κανάλια που θα διεκδικήσουν συχνότητες για εμπορική εκμετάλλευση, π.χ. για τηλεπωλήσεις, μπορούν να μπουν όροι κοινωνικής ανταποδοτικότητας.
Ο κ. Κεδίκογλου στις πρόσφατες δηλώσεις του προέβλεψε ότι στη νέα ΕΡΤ θα απασχοληθούν περίπου 1.200 άτομα. Ο αριθμός ίσως να είναι λογικός. Μέχρι στιγμής όμως δεν έχει γίνει ούτε μία σοβαρή μελέτη για το προσωπικό που πράγματι χρειάζεται η ΕΡΤ. Και πάλι 1.200 άτομα για να κάνουν τι; Θέλουμε ένα κρατικό κανάλι ειδησεογραφικό; Θέλουμε τρία κανάλια - ειδησεογραφικό, πολιτιστικό, αθλητικό; Θέλουμε κανάλια ανοικτά σε κοινωνικούς φορείς; Ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση μοιάζει να ενδιαφέρονται. Και ως συνήθως τις αποφάσεις θα τις πάρουν άλλοι, για λογαριασμό μας, στο πόδι και ενδεχομένως με το αζημίωτο!

ΕΘΝΟΣ 15/6/13

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Προαναγγελία θανάτου...



Για τους επιτελείς του Μαξίμου ο ξαφνικός θάνατος της ΕΡΤ έμοιαζε να έχει πολλά πλεονεκτήματα. Πρώτον, αφορά έναν κλάδο που με την ευγενική σύμπραξη όλων όσοι σήμερα κλαίνε έχει απαξιωθεί στην κοινωνία. Δεύτερον, με μια κίνηση έλυσε τον γόρδιο δεσμό των απολύσεων από το Δημόσιο. Τρίτον, έβαζε σε δεύτερη μοίρα το φιάσκο της «Gazprom» που άγγιζε τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Τέταρτον, δίνει την εικόνα μιας κυβέρνησης αποφασισμένης να προωθήσει την εξυγίανση του δημόσιου τομέα.
Εγινε βέβαια άτσαλα, με τρόπο που σοκάρει την κοινωνία και προβάλλοντας μια εικόνα αναλγησίας για τους εργαζομένους. Σε συνδυασμό με τη μαύρη εικόνα στις οθόνες, ενόχλησε ασφαλώς πολλούς που κατά τα άλλα θα ήταν έτοιμοι να υποστηρίξουν ένα σοβαρό σχέδιο εξυγίανσης. Παραδόξως, το κλείσιμο της ΕΡΤ ήταν έτσι κι αλλιώς αχρείαστο: θα το είχαν κάνει οι ίδιοι οι συνδικαλιστές, όπως επανειλημμένα το έκαναν στο παρελθόν, στην πρώτη νύξη ουσιαστικών αλλαγών.
Με όλα αυτά δεν είναι σαφές πώς θα περάσει στην κοινωνία. Και ασφαλώς θα εξαρτηθούν πολλά από το αν η κυβέρνηση θα πείσει τους πολίτες ότι εννοεί στ' αλήθεια την εξυγίανση και την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της ΕΡΤ ή αν, αντιθέτως, τις επικαλείται προσχηματικά. Η έως σήμερα θητεία της τρικομματικής δικαιολογεί κάθε ανησυχία.
Ομως περισσότερο σοβαρές μπορεί να αποδειχθούν οι πολιτικές παρενέργειες της απόφασης. Η εικόνα που προκύπτει αυτήν τη στιγμή για την κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα προβληματική. Αντί να βλέπουμε ευγενή προσπάθεια σύνθεσης απόψεων για τη σωτηρία της χώρας, είμαστε μάρτυρες ενός διαρκούς τρικομματικού καβγά, όπου ο κάθε εταίρος προσπαθεί να αποκομίσει πολιτικά οφέλη σε βάρος του άλλου.
Πιο μυωπική προσέγγιση δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η εξυγίανση της οικονομίας είναι φανερό ότι θα απαιτήσει κυβερνήσεις συνεργασίας για πολλά χρόνια. Χρειάζεται κατά συνέπεια ένα μακρόπνοο σχέδιο ανασυγκρότησης, που θα μπορούσε να αποτελέσει και προωθητική δύναμη τόσο για τα τρία κόμματα όσο και για την ελληνική κοινωνία. Αντ' αυτού, μιζέρια και μικροκομματισμοί.
Δεν θα πρέπει να έχουμε την παραμικρή αμφιβολία μάλιστα ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν. Μπροστά της η κυβέρνηση έχει ιδιαίτερα σημαντικά νομοσχέδια με κορυφαίο το φορολογικό. Από μόνο του αποτελεί πρόβλημα, με δεδομένες τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων και την απροθυμία κυρίως της ΔΗΜΑΡ να αναλάβει το πολιτικό κόστος τέτοιων επιλογών. Πόσω μάλλον τώρα που τα τρία κόμματα υιοθετούν αποκλίνουσες στρατηγικές.
Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ αισθάνονται ότι είναι οι χαμένοι της ιστορίας και οδηγούνται σε πολιτικό αφανισμό. Χαρακτηριστικά, στέλεχος του ΠΑΣΟΚ έλεγε προχθές ότι δεν έχει νόημα να αποδεχθούν τον αργό θάνατο. Αν δεν γίνει δυνατόν να βρεθεί ικανοποιητικός τρόπος συνύπαρξης, ίσως είναι προτιμότερο να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση.
Από την πλευρά του το Μαξίμου υπογραμμίζει ότι είναι αποφασισμένο να προχωρήσει τις αλλαγές και δεν είναι διατεθειμένο να συμπαρασυρθεί στην ήττα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τα καπρίτσια των δύο. Αν δεν θέλουν ας μας ρίξουν, είναι το πνεύμα που μεταδίδουν, υποδηλώνοντας τη διάθεση να διεκδικήσουν και την αυτοδυναμία αν χρειαστεί.
Απέναντι σε όλα αυτά βέβαια είναι η κατανόηση ότι οι πρόωρες εκλογές είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες. Κατ' αρχάς για την οικονομία. Εξ ίσου όμως για το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ που στην πόλωση που θα ακολουθήσει είναι βέβαιο ότι θα πιεστούν ασφυκτικά. Παρά την αμοιβαία πια καχυποψία, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε μια νέα προσπάθεια εκτόνωσης. Αν θα πετύχει ή αν θα αποδειχθεί ότι είναι ήδη αργά, είναι άλλο θέμα!

ΕΘΝΟΣ 13/6/13

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

ΕΡΤ εκ του μηδενός;



Στο πρόσφατο παρελθόν, εκπρόσωπος κοινοβουλευτικού κόμματος ο οποίος διέμενε σε μακρινό προάστιο των Αθηνών, είχε την απαίτηση από την ΕΡΤ κάθε φορά που ήθελε να μοιραστεί τις σκέψεις του με τους πολίτες να του αποστέλλεται τηλεοπτικό συνεργείο ώστε να κάνει τις δηλώσεις του από την άνεση του σπιτιού του. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς το κόστος.
Και αυτό ήταν ένα μικρό μόνο παράδειγμα σπατάλης. Γιατί η ΕΡΤ έχει έναν αριθμό συνεργείων σε μόνιμη επιφυλακή για την κάλυψη της δραστηριότητας του Μαξίμου και των κομμάτων. Το αποτέλεσμα; Οταν χρειαστεί μια έκτακτη κάλυψη χρησιμοποιεί ιδιωτικά συνεργεία την ώρα που δικά της, λίγους δρόμους πιο πέρα, κάθονται. Φυσικά σε επιφυλακή. Για τις προεκλογικές συγκεντρώσεις καλύτερα να μη μιλήσουμε... Και αυτά όλα είναι η παρωνυχίδα.
Γιατί το μεγάλο κόστος, πέρα από το μισθολόγιο φυσικά, είναι το πρόγραμμα. Και εκεί κάθε κίνηση της ΕΡΤ είναι ναρκοθετημένη. Ας πούμε με τα αθλητικά. Στο μπάσκετ, για παράδειγμα, τα χρήματα της ΕΡΤ, δηλαδή των φορολογουμένων, είναι απαραίτητα για την επιβίωση των μικρών ομάδων. Αν δεν υπήρχε η ΕΡΤ, άλλωστε, είναι πιθανόν να μη βλέπαμε καθόλου μπάσκετ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ανεβάζοντας τις τιμές, η ΕΡΤ βρίσκεται κατηγορούμενη για σπατάλη και από τα ιδιωτικά μέσα για αθέμιτο ανταγωνισμό.
Δεν είναι διαφορετική η εικόνα με το πρόγραμμα. Αν πρόκειται για εσωτερική παραγωγή, βρίσκεται κατηγορούμενη ότι δεν αξιοποιεί το ταλέντο και το καλλιτεχνικό δυναμικό εκτός της ΕΡΤ. Αν πάλι είναι εξωτερική παραγωγή κατηγορείται -δίκαια ή άδικα- για σπατάλη και προώθηση ημετέρων. Και όσο «λεφτά υπήρχαν», έπαιρναν όλοι συμβόλαια και ήταν ικανοποιημένοι. Μετά, όμως;
Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο χρόνιας κακοδιαχείρισης. Εκπομπές, για παράδειγμα, που στη χρυσή περίοδο της σπατάλης και των εξωφρενικών συμβολαίων -περίοδος Καραμανλή- έβγαιναν με ένα συγκεκριμένο κόστος, συνέχισαν να βγαίνουν με το μισό κόστος και χωρίς καμιά ορατή έκπτωση στην ποιότητα.
Με τέτοιου είδους παρεμβάσεις, με τη μείωση των αμοιβών και τη δραστική περικοπή του προγράμματος, η ΕΡΤ εκεί που έχανε δεκάδες εκατομμυρίων βρέθηκε να «κερδίζει», να βγαίνει δηλαδή με τα λεφτά της επιδότησης και να αφήνει και ένα μέρισμα για το Δημόσιο.
Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί τις στρεβλώσεις. Ολοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι σήμερα το διοικητικό προσωπικό πλεονάζει, την ίδια στιγμή που υπάρχουν ελλείψεις σε ορισμένες κρίσιμες ειδικότητες τεχνικού προσωπικού. Και βέβαια επιβιώνουν συνδικαλιστικές πρακτικές που βραχυκυκλώνουν κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού, ανεβάζουν το κόστος και πλήττουν την αξιοπιστία της.
Είναι αυτοί λόγοι για να κλείσει η ΕΡΤ; Σίγουρα απαιτείται ριζική αναδιοργάνωση κατά προτίμηση από το μηδέν. Μια αναδιοργάνωση που έχει σαν προϋπόθεση, όμως, την κατοχύρωση της θεσμικής της ανεξαρτησίας. Διαφορετικά, με μαθηματική βεβαιότητα θα υποκύψει ξανά στις πιέσεις των κομμάτων και των συμφερόντων.
Ομως κι αυτό δεν αρκεί. Το ποια δημόσια τηλεόραση θέλουμε συναρτάται συνολικά με το τηλεοπτικό καθεστώς στη χώρα, σε μια περίοδο μάλιστα ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών. Η άναρχη ανάπτυξή του, η δημιουργία οικονομικά προβληματικών καναλιών λόγω του μεγάλου αριθμού αδειών για τα ελληνικά μεγέθη και βέβαια η πριμοδότηση λογής λογής πειρατών στην περιφέρεια απαιτούν τη διατύπωση μιας συνολικής πολιτικής. Ολα τα κόμματα, όμως, 20 χρόνια τώρα προτιμούν να κάνουν τα στραβά μάτια!
Υ.Γ.: Η απόφαση για «ξαφνικό θάνατο» υπηρετεί εμφανώς επικοινωνιακούς λόγους. Προσδίδει όμως κοινωνική βαρβαρότητα στην εξυγίανση και βάζει νάρκη στα θεμέλια της τρικομματικής.

ΕΘΝΟΣ 12/6/13

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Πρόωρη θριαμβολογία



Η άρνηση των Ρώσων αλλά και κάθε άλλης ενεργειακής εταιρείας από την Ευρώπη ή αλλού να υποβάλουν πρόταση για την εξαγορά της ΔΕΠΑ, ό,τι κι αν κρύβει, αποτελεί ασφαλώς μια ήττα για την κυβέρνηση αλλά και για την ελληνική οικονομία. Τελικά φαίνεται ότι οι ξένοι δεν κάθονται στην ουρά για να πάρουν κοψοχρονιά τον ελληνικό πλούτο. Απλώς δεν ενδιαφέρονται. Δεν γνωρίζω αν ξεπουλάμε, πάντως κανείς δεν αγοράζει.
Ανώμαλη προσγείωση; Σίγουρα. Και ίσως καλοδεχούμενη. Γιατί αυτό το «success story» της τρικομματικής μπορεί και να γίνει η καταστροφή μας. Ακόμα δεν βγήκαμε από το τούνελ, βλέπετε, κι έχουν αρχίσει οι εταίροι να τσακώνονται για το ποιος θα αποκομίσει το μεγαλύτερο όφελος. Και δεν καταλαβαίνουν ότι από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να βρεθούμε ξανά στο μηδέν. Γιατί μιλάμε για εξαιρετικά εύθραυστες συνθήκες.
Ας πούμε στις εξαγωγές. Ενα μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητας έχει πράγματι ανακτηθεί λόγω των μειώσεων στους μισθούς. Οι εξαγωγές, ωστόσο, παρουσιάζουν μικρή αύξηση - το πρώτο τρίμηνο του χρόνου μάλιστα παρουσίασαν μείωση. Γιατί βέβαια ολόκληρη η Ευρώπη έχει μπει σε ύφεση κι αυτό θα επηρεάσει αρνητικά και την ελληνική προσπάθεια.
Το μέγεθος των προβλημάτων υπογραμμίστηκε και από την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ. Πέρα από τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν, το κρίσιμο ερώτημα που θέτει είναι αν, πότε και πώς η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Το κυρίαρχο σενάριο παραμένει μια νέα ρύθμιση του χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές. Ακόμα και γι' αυτό ωστόσο οι αβεβαιότητες είναι πολλές. Στα θετικά η επιμονή του ΔΝΤ και η δέσμευση της Ευρωζώνης ότι αν χρειαστεί θα παράσχει πρόσθετη βοήθεια στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πώς αν παραμείνουμε στο Μνημόνιο και προωθήσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Ευρωζώνη να αρνηθεί να βοηθήσει. Με ποιον τρόπο όμως;
Επίσημα δεν έχει γίνει κάποια συζήτηση και η ελληνική πλευρά έχει μόνο κάποιες ενδείξεις για θετική προδιάθεση της Γερμανίας, εφόσον πετύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Θεωρείται από όλους βέβαιο, ωστόσο, ότι δεν πρόκειται να πάμε σε ένα νέο «κούρεμα». Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα έπεφτε το βάρος στους Γερμανούς φορολογουμένους και κανένα γερμανικό κόμμα δεν φαίνεται διατεθειμένο να αναλάβει τέτοια δέσμευση.
Ετσι πιθανότερο δείχνει ένα μείγμα παράτασης του χρόνου εξόφλησης των ομολόγων και μείωσης των επιτοκίων. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, τα οφέλη δεν θα είναι μεγάλα. Η χρυσή εφεδρεία, λοιπόν, θα είναι το χρέος των τραπεζών από την ανακεφαλαιοποίηση να μην υπολογιστεί στο χρέος της χώρας.
Αυτή κι αν θα είναι μια δύσκολη διαπραγμάτευση. Που γίνεται ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός ότι θα έχει επιπτώσεις συνολικά στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, καθώς το ζήτημα της τραπεζικής ένωσης αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγάλα αγκάθια.
Στην πραγματικότητα η Ευρώπη έχει ανάγκη από πρόσθετο χρόνο για να προχωρήσει η ενοποίηση. Και ο χρόνος όμως αλλά και η υπομονή εξαντλούνται. Τέτοιον καιρό το 2014 μάλιστα θα είμαστε σε προεκλογική περίοδο λόγω των ευρωεκλογών αλλά και (στην Ελλάδα) των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το κλίμα που θα επικρατεί, το αν οι δυνάμεις που στηρίζουν την ενωμένη Ευρώπη θα μπορούν να πάρουν γενναίες πρωτοβουλίες ή, αντιθέτως, αν τον τόνο θα δίνουν οι ευρωσκεπτικιστές, οι μίζεροι εθνικισμοί και οι υποστηρικτές της ευρωλιτότητας. Εμείς ποντάρουμε στη θετική εκδοχή. Αλλωστε ως χώρα και ως κοινωνία είμαστε απολύτως ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε άλλη.

ΕΘΝΟΣ 11/6/13

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Ο Τσίπρας αδειάζει... Δραγασάκη!



Η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη Δραπετσώνα την προηγούμενη εβδομάδα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σηματοδοτεί μια κρίσιμη στροφή στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι για το περιεχόμενό της καθαυτό. Οπως είναι γνωστό, ο κ. Τσίπρας ανακοίνωσε οκτώ άμεσα μέτρα για την ανακούφιση των οικονομικά ασθενεστέρων. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να είναι επτά μέτρα ή και δεκαεπτά. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο κ. Τσίπρας δεν αισθάνθηκε καθόλου την ανάγκη να εξηγήσει πού θα βρει τα χρήματα.
Την επόμενη μέρα σε μια επίδειξη δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η «Αυγή» ανέλαβε να βάλει στη θέση τους τα «κυβερνητικά παπαγαλάκια», όπως αποκάλεσε όσους δημοσιογράφους είχαν το θράσος να θέσουν το ερώτημα. «Δεν καταλαβαίνουν» -εξήγησε ο διευθυντής της- «ότι είναι θέμα πολιτικής επιλογής» το πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι. Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν είναι οι πόροι, αλλά η κατανομή τους. Πιο καθαρή διατύπωση του «λεφτά υπάρχουν» δεν μπορώ να φανταστώ. Και μάλιστα σε ακραία σταλινική εκδοχή όπου οι πόροι γεννώνται διά της πολιτικής βουλήσεως.
Ο αμερόληπτος αναγνώστης βέβαια ενδεχομένως να παρατηρήσει ότι κάνουμε την τρίχα τριχιά και βγάζουμε γενικότερα συμπεράσματα από δύο άτυχες διατυπώσεις. Ομως επιμελέστεροι σχολιαστές από τον γράφοντα στο «Books Journal» βρήκαν ένα εντυπωσιακό απόσπασμα από πρόσφατη συνέντευξη του κ. Τσίπρα, στην οποία καλείται να απαντήσει ποιο είναι το σχέδιο του κόμματός του για την οικονομία.
Ο κ. Τσίπρας λοιπόν, αφού σημειώνει ότι σε αυτά που λέει «μπορεί να διαφωνήσει ο Γ. Δραγασάκης», συνεχίζει: «Πάνω από όλα είναι η πολιτική... Ολα τα σενάρια, όλες οι μελέτες, όλες οι αναλύσεις, τα papers (sic) που μπορεί να μας κάνουν οι καλύτεροι οικονομολόγοι μπορεί να τα πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων, γιατί αυτό που επιβάλλει τη στάση των πραγμάτων είναι οι συσχετισμοί δύναμης και η πολιτική βούληση»!
Τι ακριβώς εννοεί και τι να θέλει αυτή η άτιμη η «πολιτική βούληση» ομολογώ μου διαφεύγει. Δεν μπορεί ωστόσο να μην παρατηρήσει κάποιος ότι έως σήμερα κατεξοχήν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εξηγούσαν ότι απαιτείται η «βίαιη ωρίμανση» του κόμματος και η επεξεργασία αναλυτικών θέσεων για όλα τα προβλήματα, ώστε να μπορούν να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν.
Τι μας λέει ο κ. Τσίπρας; Οτι όλα αυτά δεν έχουν σημασία, ότι μπορεί να πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων γιατί προηγούνται οι συσχετισμοί δύναμης και η πολιτική βούληση. Να υποθέσουμε λοιπόν ότι όλο αυτόν τον καιρό που μας εξηγούσαν πόσο σημαντικές είναι οι επεξεργασίες τους, το έκαναν μόνο για επικοινωνιακούς λόγους - κοινώς μας δούλευαν.
Το πράγμα ωστόσο δεν σταματά εδώ. Ο κ. Τσίπρας δεν είναι βλάκας, όταν λέει αυτά τα πράγματα πρέπει να έχει κάποιον λόγο. Και ο γράφων μπορεί να βρει μόνο δύο ερμηνείες.
Η πρώτη είναι επειδή αν έπρεπε να εξηγήσει πού θα βρεθούν τα χρήματα, θα έπρεπε είτε να πάρει πίσω τις υποσχέσεις του είτε να ανακοινώσει πρόσθετα σκληρά μέτρα, που γνωρίζουμε ότι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να αποδώσουν σε μια κοινωνία και μια οικονομία που κινούνται στο όριο.
Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι ο κ. Τσίπρας πραγματικά πιστεύει αυτά που λέει. Οτι γι' αυτόν η πολιτική βούληση προηγείται, όχι η οικονομική πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι πολιτικός του κομματικού σωλήνα, που διαμόρφωσε την πολιτική του αντίληψη από τις κομματικές εκδόσεις μαρξιστικών φυλλαδίων. Ποιο «paper» μπορεί να συγκριθεί με το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο;

ΕΘΝΟΣ 10/6/13

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Πληρώνουμε τα δικά μας λάθη και όχι της τρόικας



Σε μια χολιγουντιανή ταινία, ο προτελευταίος μαθητής της Σχολής Ευελπίδων παρακαλεί τον χειρότερο μαθητή της τάξης να μην παραιτηθεί και να συνεχίσει τις σπουδές του. Οταν αυτός τον ρωτά γιατί, του απαντά: «Είσαι το Μισισίπι μου», η τελευταία Πολιτεία των ΗΠΑ, εννοώντας βέβαια ότι ήταν η μοναδική του ελπίδα για να μην αποφοιτήσει τελευταίος στη χρονιά. Αν ο πρώτος τα έχει όλα βλέπετε, ο τελευταίος τα χάνει όλα. Κι αν πήγαμε να το ξεχάσουμε, μας το θύμισε για μία ακόμα φορά η νέα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Δεν περιέχει βέβαια πολλά καινούργια πράγματα. Τα περισσότερα, τη βαρύτερη λιτότητα δηλαδή, τους λάθος πολλαπλασιαστές και το κούρεμα που δεν έγινε από την αρχή, τα γνωρίζαμε. Αυτό που βγαίνει πολύ πιο καθαρά είναι οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων για την αξιοπιστία του πρώτου πακέτου διάσωσης και την ορθότητα της συνταγής. Γράψε εκείνο, σβήσε το άλλο, πειραματίστηκαν στου κασίδη το κεφάλι. Αυτά παθαίνει ο τελευταίος της τάξης.
Κι εμείς χαμπάρι. Γιατί, όπως λέει η έκθεση, ήταν επιτυχία της τρόικας το ότι έλυναν τις διαφωνίες μεταξύ τους και παρουσίαζαν ενιαία στάση απέναντι στην Ελλάδα. Να το ομολογήσουμε, στις διαπραγματεύσεις μάς έβαζαν στο τσεπάκι - αλλά βέβαια είχαν και το χρήμα. Εμάς πάλι μας τελείωνε.
Το αστείο είναι ότι σε αυτήν την υπόθεση για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι οι «καλοί» ήταν του ΔΝΤ και οι «κακοί» οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι επέμεναν στην «τιμωρία» της Ελλάδας και σε σκληρές θυσίες προκειμένου να μη βάλουν περισσότερα χρήματα. Περισσότερα από τα 110 δισεκατομμύρια βέβαια, δηλαδή το μεγαλύτερο πακέτο διάσωσης στην Ιστορία.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν ορισμένα πράγματα που ΔΕΝ λέει η έκθεση - όσο και αν θα το ήθελαν ορισμένοι, διαβάζοντας επιλεκτικά ό,τι νομίζουν ότι τους δικαιώνει. Για παράδειγμα δεν λέει ότι ήταν λάθος η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και των διαρθρωτικών αλλαγών. Αντιθέτως επιμένει πως δεν υπήρχε και δεν υπάρχει άλλος δρόμος, προσθέτοντας ότι η ύφεση, αν και όχι ίσως στον ίδιο βαθμό, ήταν αναπόφευκτη.
Ακόμη περισσότερο η έκθεση δεν αθωώνει την Ελλάδα. Καταλογίζει βαριές ευθύνες στην τότε κυβέρνηση που ποτέ δεν απέκτησε την «ιδιοκτησία» του προγράμματος και δεν προχώρησε με την απαιτούμενη ταχύτητα σε αλλαγές που θα βελτίωναν την παραγωγικότητα. Ετσι το βάρος έπεσε στις περικοπές των μισθών. Εξίσου βαριές ευθύνες όμως καταλογίζει η έκθεση συνολικά στο πολιτικό σύστημα που, αντί να επιδείξει υπευθυνότητα και να πετύχει ένα ανεκτό επίπεδο συναίνεσης, συνέβαλε στην αστάθεια και την αβεβαιότητα που αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα για τη φυγή των καταθέσεων. Μετά μας έφταιγαν οι πολλαπλασιαστές...
Κι ένα τελευταίο που λέει η έκθεση, το οποίο ωστόσο πέρασε απαρατήρητο. Η Ελλάδα ήταν η πιο ευνοημένη χώρα από την ένταξή της στην Ευρωζώνη. Μετά το 2000, μόνο από τη μείωση των επιτοκίων, εξοικονομούσαμε από τον προϋπολογισμό 5% του ΑΕΠ ετησίως. Πάνω από 10 δισεκατομμύρια δηλαδή. Φαντάζεστε να τα είχαμε αξιοποιήσει αντί να τα κάνουμε χρέος. Αυτό είναι το πραγματικό έγκλημα. Και κάποιοι νομίζουν ότι μπορούμε να το επαναλάβουμε!

ΕΘΝΟΣ 9/6/13

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Η ζούγκλα του Σαλπιγγίδη



Ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης έχω την εντύπωση ότι δεν είναι ο κλασικός τύπος του επαγγελματία ποδοσφαιριστή - είναι ποδοσφαιριστής με συναίσθημα. Oταν πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, το έκανε, όπως είχε πει, με φανερή στενοχώρια και για να βοηθήσει τον ΠΑΟΚ που είχε τότε ανάγκη τα χρήματα. Κι όταν τελείωσε τη «θητεία» του στην Αθήνα, επέστρεψε στην ομάδα της καρδιάς του χωρίς να αναζητήσει το υψηλότερο συμβόλαιο. Ισως γι' αυτό να με εντυπωσίασε περισσότερο και το ξέσπασμά του μετά το τέλος του πρωταθλήματος, την περασμένη Κυριακή.
Δεν μάσησε τα λόγια του, ούτε καλόπιασε τους «φιλάθλους» - τρομάρα τους. Μίλησε για «ζούγκλα», για απουσία ποδοσφαιρικής παιδείας, για φοβισμένους ποδοσφαιριστές που τους σπάνε τα αυτοκίνητα και δεν μπορούν να γυρίσουν στο σπίτι τους και για τη νοοτροπία των οπαδών, που δεν έχουν υπομονή και νομίζουν ότι οι ομάδες χτίζονται μόνο με χρήματα.
Δεν είναι μόνος του φυσικά. Σχεδόν όλοι οι Ελληνες παίχτες στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ που φεύγουν στο εξωτερικό μιλούν ακριβώς γι' αυτό. Το ότι, δηλαδή, μπορούν να παίζουν χωρίς άγχος, ότι μετά την ήττα όχι μόνο δεν τους βρίζουν αλλά τους συμπαραστέκονται ακόμα και τους χειροκροτούν. Κι όχι μόνο στον ψυχρό Βορρά αλλά και στον Νότο, στην Ιταλία ή την Ισπανία.
Φταίει η παιδεία, ποδοσφαιρική ή άλλη; Δεν το νομίζω. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι τα συστήματα παιδείας, τουλάχιστον σε επίπεδο παροχής γνώσεων, είναι σημαντικά καλύτερα σε αυτές τις χώρες.
Το αντίθετο, οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών -για παράδειγμα στις ξένες γλώσσες- ήταν πολύ καλύτερες. Η Ισπανία, άλλωστε, βγήκε από μία δικτατορία που είχε κρατήσει την παιδεία στο σκοτάδι για δεκαετίες. Θα αντιτείνει, βέβαια, κάποιος ότι δεν μιλάμε για την παιδεία ως γνώση, αλλά για την παιδεία με την ευρύτερη έννοια. Αλλά ποια είναι αυτή;
Ας μην παρασυρόμαστε. Η βαρβαρότητα ενδημεί σε όλες τις κοινωνίες, δεν είναι δικό μας προνόμιο. Πουθενά, ωστόσο, δεν υπάρχει αυτή η τόσο διαδεδομένη περιφρόνηση των κανόνων - όχι μόνο των νόμων, αλλά και κάθε διαδικασίας που επιτρέπει την πολιτισμένη συνύπαρξη.
Με αυτήν την έννοια ο αθλητισμός προσφέρεται και ως παράδειγμα. Οχι μόνο γιατί δεν σχετίζεται με την κρίση - το γενικευμένο άλλοθι της εποχής μας. Αλλά και γιατί με τόσο καθαρό τρόπο προβάλλουμε τον κακό μας εαυτό που μπροστά σε ό,τι θεωρούμε ότι μας συμφέρει δεν αναγνωρίζει και δεν σέβεται καμιά αξία.
Στις ΗΠΑ τα πρωταθλήματα αυτορρυθμίζονται, γιατί ξέρουν ότι έτσι κερδίζουν όλοι. Στην Ελλάδα ούτε ως ανέκδοτο. Καλός πρόεδρος είναι αυτός που κερδίζει. Το «πώς» δεν έχει την παραμικρή σημασία. Και για την ομάδα ή τους παίχτες που χάνουν, ούτε πίστη, ούτε αλληλεγγύη, ούτε υπομονή, μόνο άγρια δικαιοσύνη του «Φαρ Γουέστ» όπως εύστοχα είπε ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης.
Μια κλειστή ανθρωποφαγική κοινωνία -μικρογραφία της άλλης-, όπου όλοι είναι αναλώσιμοι. Στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ο Αλεξ Φέργκιουσον έκλεισε 27 χρόνια. Κι ας ξεκίνησε με αποτυχίες - στην τρίτη του χρονιά η ομάδα του τερμάτισε 11η! Στην Ελλάδα ούτε σαν όνειρο. Εδώ είμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που μεταξύ των μπουκιών κλαίνε γιατί δεν αντέχουν να περιμένουν. Εδώ και τώρα θέλουμε την απόλαυση της ηδονής. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη ανωριμότητας;
Ναι, ξέρω, φταίνε οι παράγοντες. Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, οι φίλαθλοι δικαίως είναι καχύποπτοι, οι πρόεδροι συντηρούν τους οπαδικούς στρατούς. Λες και υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει ένας άλλος τύπος παράγοντα μέσα σε μια τέτοια ζούγκλα!

ΕΘΝΟΣ 8/6/13

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Μπούμερανγκ η Χαλκιδική



Πριν από λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου μια φοιτητική εργασία για τη ρώσικη επανάσταση και τα «σοβιέτ». Προς έκπληξή μου έμαθα πως, όταν δημιουργήθηκαν «σοβιέτ» στα εργοστάσια, η ρητή εντολή του Λένιν ήταν πως θα μπορούσαν να ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από τις αποφάσεις που σχετίζονταν με την παραγωγή. Αυτές ανήκαν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των «μάνατζερ» που είχαν απομείνει. Ξέρουμε τι ακολούθησε. Η δυναμική της επανάστασης αποδείχθηκε ισχυρότερη από τον Λένιν.
Τι σχέση έχουν τα σοβιέτ και ο Λένιν με την Ελλάδα, θα πείτε. Δικαίως. Τα θυμήθηκα, ωστόσο, με αφορμή δύο πρόσφατα γεγονότα: Το πρώτο ήταν μια συγκέντρωση των εργαζομένων και των οικογενειών τους στα ορυχεία χρυσού στη Χαλκιδική, όπου υποστήριξαν ότι αποτελούν τη σιωπηρή πλειοψηφία. Και το δεύτερο η αναφορά του κ. Τσίπρα προχθές -αφού προηγουμένως αρνήθηκε να δει τους εργαζομένους- με την οποία υιοθέτησε ξανά τις κινητοποιήσεις σε Κερατέα και Χαλκιδική.
Πρόκειται για δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου οι αντιλήψεις -ως κοινωνία και ως πολιτεία- για το δημόσιο συμφέρον διίστανται. Και το ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ αν γινόταν κυβέρνηση. Η εύκολη απάντηση -τοπικό δημοψήφισμα- δεν ισχύει. Γιατί φυσικά το αποτέλεσμα ουσιαστικά προκαθορίζεται από το ποιοι θα ψηφίσουν. Αλλωστε στην περίπτωση της Κερατέας είχαμε την τοπική κοινωνία εναντίον της πολιτείας.
Στις ευνομούμενες κοινωνίες βέβαια υπάρχουν διαδικασίες. Διαβούλευση, ανοικτοί διαγωνισμοί, υποχρεωτικές περιβαλλοντικές μελέτες και σε τελευταία ανάλυση δικαστικές αποφάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως τις αρνείται.
Το «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα» που έφερε πριν από λίγους μήνες ως σύνθημα αφορούσε προφανώς τους άλλους. Τι θα έκανε λοιπόν αν έπρεπε να πάρει δύσκολες αποφάσεις; Στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι σε κάθε μεγάλο έργο υπάρχουν πάντα αντιδράσεις - να θυμηθούμε τα Σπάτα, την περιφερειακή Υμηττού, το κωπηλατοδρόμιο, το Ελληνικό.
Ακόμα και τα πάρκα με ανεμογεννήτριες ακυρώνονται γιατί βλάπτουν το περιβάλλον! Οργανωμένες μειοψηφίες με άλλα λόγια μπορεί να δημιουργηθούν ανά πάσα στιγμή. Δεν χρειάζεται μάλιστα να πάμε καν στα έργα. Τι θα έκανε π.χ. ο διοικητής της ΔΕΗ -επί ΣΥΡΙΖΑ- αν ερχόταν αντιμέτωπος με τον εκάστοτε μαινόμενο Φωτόπουλο;
Υπάρχει βέβαια μια εύκολη λύση - τη δοκίμασε το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '80. Τους εξαγοράζεις. Τους συνδικαλιστές με τα καλούδια της μικροεξουσίας τους, άδειες, αποχή από την εργασία, ταξίδια. Αλλά και τους εργαζόμενους με μισθούς πολύ μεγαλύτερους από τον ιδιωτικό τομέα.
Η λύση ωστόσο έχει μειονεκτήματα. Το πρώτο ότι κοστίζει - δεν έφτασε για το τίποτα ο πληθωρισμός στο 23% το 1986. Και το δεύτερο ότι δεν σταματά ποτέ - συνεχώς πρέπει να δίνεις περισσότερα. Με άλλα λόγια κάποια στιγμή, κάθε κυβέρνηση πρέπει να πιει το πικρό ποτήρι, να πάρει δύσκολες αποφάσεις.
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ; Τι θα έκανε καθώς έχει απαξιώσει τις νόμιμες διαδικασίες; Ποιος και πώς θα αντιστεκόταν στις κινητοποιήσεις ακτιβιστών τους οποίους οι ίδιοι σήμερα υιοθετούν και ενθαρρύνουν; Θα έβγαζε τα ΜΑΤ ή θα υπέκυπτε σε κάθε ομάδα αποφασισμένων; Το ζήτημα σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη, γιατί βέβαια σε τέτοιες συνθήκες κανείς δεν κάνει επενδύσεις. Σχετίζεται και με τη δημοκρατία όμως, καθώς οι «συλλογικότητες» καταπατούν εύκολα τα ατομικά δικαιώματα.
Είναι άδικο για τους κατοίκους της Ιερισσού να αντιμετωπίζεται το θέμα τους με όρους ιδεολογικούς και όχι με βάση τα πραγματικά δεδομένα. Με τον τρόπο που οι ίδιοι το χειρίστηκαν, ωστόσο, το έκαναν πολιτικό και ιδεολογικό. Και σήμερα πολλοί Ελληνες θα θεωρούσαν τη δικαίωσή τους δικαίωση της αυθαιρεσίας. Ακόμα κι αν έχουν δίκιο!

ΕΘΝΟΣ 7/6/13

Συνεργασία με «face control»!



Ζητείται νέος πολιτικός, άφθαρτος, με αποδοχή όμως από την κοινωνία, με υγιείς μεταρρυθμιστικές απόψεις και διάθεση να σπάσει αβγά προκειμένου να αναλάβει την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Πληροφορίες εντός, εκτός και επί τα αυτά. Εντάξει λίγο απλουστευτική η προσέγγιση, αποδίδει ωστόσο αρκετά καλά τους προβληματισμούς ή μάλλον την αγωνία πολλών του ενδιάμεσου χώρου -μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δηλαδή- για το πώς θα πετύχουν να επιβιώσουν πολιτικά στις προσεχείς (ευρωπαϊκές) εκλογές.
Το ζήτημα δεν είναι άνευ σημασίας. Είναι προφανές ότι, και αν ακόμα η Νέα Δημοκρατία συνεχίσει να είναι πρώτο κόμμα, χρειάζεται συμμάχους για να κυβερνήσει. Χρειάζεται δηλαδή να μπορέσει η Κεντροαριστερά να διατηρήσει τις δυνάμεις της και να παραμείνει αξιόπιστος εταίρος.
Το πρόβλημα το έχει καταλάβει καλύτερα το ΠΑΣΟΚ και ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος, προς τιμήν του, έχει δηλώσει ότι δεν θέτει ως όρο μιας συνεργασίας να είναι ο ίδιος επικεφαλής. Ορισμένοι του αποδίδουν πολιτική ιδιοτέλεια, ότι δεν θέλει να χρεωθεί μια ήττα, αλλά βέβαια αυτό αφορά όσους ενδιαφέρονται για δίκες προθέσεων. Το βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ διερευνά πραγματικά τις δυνατότητες συνεργασίας. Με ποιους όμως;
Στον ενδιάμεσο χώρο περιλαμβάνεται μια πλειάδα προσώπων, κινήσεων και ομάδων οι οποίες διεκδικούν να εκπροσωπήσουν την Κεντροαριστερά. Το κακό είναι ότι σχεδόν κανείς δεν διαθέτει τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας.
Ακόμα χειρότερα, οι περισσότεροι εξ αυτών έχουν τη δική τους προσωπική ατζέντα, με αποτέλεσμα έναν κωμικό μικρομεγαλισμό με όρους, αλληλοαποκλεισμούς και κόκκινες γραμμές που δεν αφορούν κανέναν. Ο ένας δεν θέλει πρώην πολιτικούς, ο άλλος δεν θέλει τα δύο κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, ο τρίτος θέλει να πάρει την προσωπική του ρεβάνς από τους πρώην συντρόφους του και όλοι ή πάντως οι πιο πολλοί διεκδικούν προσωπικό ρόλο.
Μπροστά σε αυτό τον χυλό ορισμένοι επενδύουν τις ελπίδες τους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η πρωτοβουλία των 5 δημάρχων φάνηκε να τους επιβεβαιώνει, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα μια πολιτικής κίνησης που θα είχε ερείσματα στους πολίτες και θα ήταν ταυτόχρονα απαλλαγμένη από τα βαρίδια των δυο κομμάτων.
Δεν είναι καθόλου σαφές ωστόσο ότι η συνεργασία θα έχει συνέχεια όπως επίσης δεν είναι σαφές αν οι δήμαρχοι -σε ορισμένους όπως ο Γ. Μπουτάρης έχουν ήδη γίνει κρούσεις- ενδιαφέρονται να κάνουν το πέρασμα στην πολιτική. Ετσι οι ζυμώσεις και η αναζήτηση κατάλληλων προσώπων είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστούν.
Και η ΔΗΜΑΡ; Μετά τις εκλογές έχει υποστεί μετάλλαξη. Τα στελέχη της, με την απόφαση να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, θεωρούν ότι έχουν κάνει μια τεράστια παραχώρηση σε όλους μας και σε βάρος της αριστερής τους συνείδησης. Για τον λόγο αυτό αισθάνονται ότι δικαιούνται να φέρονται σαν κακομαθημένα παιδιά. Ετσι εκτός από τους διορισμούς, στους οποίους επιδίδονται με ακάματο ζήλο, πιστεύουν ότι πρέπει να έχουν αποκλειστικό δικαίωμα βέτο για την Κεντροαριστερά.
Προχθές μάλιστα ο κ. Κουβέλης ανέπτυξε μια καινούργια θεωρία, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να αποκλειστούν οι «σοσιαλδημοκράτες» που εμμένουν σε «πολιτικές και καθεστηκυίες πρακτικές που οδήγησαν στην κρίση»! Δεν διευκρίνισε τι εννοεί. Φαντάζομαι όχι τους διορισμούς. Αν δούμε ωστόσο σε ποιες πολιτικές διαφώνησε η ΔΗΜΑΡ με το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια, τότε η μόνη ουσιαστική διαφορά ήταν το... Μνημόνιο.
Κι επειδή δεν μπορεί να εννοεί αυτό ο κ. Κουβέλης, είναι προφανές ότι απλώς αναζητεί πρόσχημα για να μη συνεργαστεί με το (φθαρμένο) ΠΑΣΟΚ και να διατηρήσει το «face control» της συνεργασίας. Την οποία τελικώς μόνο οι (κακές) δημοσκοπήσεις μπορεί να επιβάλουν!

ΕΘΝΟΣ 6/6/13