Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012


Η συγκρότηση της νέας κυβέρνησης
Του Παντελη Kαψη *
Η νέα κυβέρνηση περιλαμβάνει ορισμένες ευχάριστες εκπλήξεις με νέα άφθαρτα πρόσωπα που έχουν πετυχημένη πορεία στον δημόσιο βίο. Η συγκρότησή της ωστόσο γεννά και ερωτήματα για τη δυνατότητά της να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά της.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο αν θα συμμετάσχουν «προβεβλημένα» στελέχη από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Δικαίως, καθώς θυμίζει μονοκομματική κυβέρνηση μάλλον παρά κυβέρνηση συνεργασίας. Η πραγματική απουσία ωστόσο δεν είναι κάποιων στελεχών πρώτης ή δεύτερης γραμμής, αλλά των ίδιων των αρχηγών των δύο κομμάτων, των κ. Βενιζέλου και Κουβέλη.
Η απόφασή τους να μείνουν εκτός είναι προφανές ότι υπακούει σε εσωκομματικές σκοπιμότητες, όχι στην επιθυμία τους για την πιο αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης. Από μόνο της κατά συνέπεια στέλνει ένα αρνητικό σήμα στην κοινωνία για το πόσο πραγματικά επενδύουν στη συνεργασία. Εχει ωστόσο και δύο ακόμα πιο σημαντικές παρενέργειες.
Η πρώτη είναι το ότι εκ των πραγμάτων, όπως και με την κυβέρνηση Παπαδήμου, θα δημιουργηθούν δύο κέντρα λήψης των αποφάσεων. Ενα διακομματικό, η διάσκεψη δηλαδή των αρχηγών και ένα κυβερνητικό, το υπουργικό συμβούλιο και τα κατά περίπτωση αρμόδια κυβερνητικά όργανα. Ενας τέτοιος δυϊσμός όμως επηρεάζει αρνητικά την αποτελεσματικότητα, ιδίως αν κάποιοι υπουργοί, με την πάροδο του χρόνου, αρχίσουν να υπηρετούν το κομματικό συμφέρον περισσότερο παρά το δημόσιο.
Η δεύτερη παρενέργεια είναι ακόμα πιο σοβαρή. Μένοντας εκτός οι δύο αρχηγοί θα έχουν διαρκώς τον πειρασμό να αποστασιοποιούνται από τις δυσάρεστες αποφάσεις που εκ των πραγμάτων θα αναγκαστεί να πάρει η κυβέρνηση. Κι αν για το ΠΑΣΟΚ το να έρθει σε ρήξη με την κυβέρνηση, τουλάχιστον με τους σημερινούς συσχετισμούς, δεν αποτελεί επιλογή, το ίδιο δεν ισχύει αναγκαστικά και για τη ΔΗΜΑΡ.
Γνωρίζουμε ήδη ότι μια σημαντική μειοψηφία στους κόλπους της ήταν εξαρχής εναντίον της συμμετοχής στην κυβέρνηση. Ολα τα στελέχη της εξάλλου μοιάζουν να βρίσκονται υπό την ιδεολογική τρομοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ απολογούμενα διαρκώς για τις επιλογές τους. Πόσο θα αντέξουν;
Ενας δεύτερος λόγος ανησυχίας για τις προοπτικές της κυβέρνησης, πέρα δηλαδή από το πώς συγκροτήθηκε, είναι βέβαια οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί από την περίφημη επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Οποιος παρακολουθεί τις συζητήσεις στην τηλεόραση μένει με την εντύπωση ότι είναι θέμα εβδομάδων για να καταργηθούν όσα -εμείς- θεωρούμε αρνητικά. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν θα γίνει.
Ακόμα και αν επιτευχθεί ωστόσο ο κεντρικός διαπραγματευτικός μας στόχος, η παράταση δηλαδή της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο χρόνια, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στην καθημερινότητα των πολιτών. Απλώς θα χαλαρώσει η πίεση για νέα μέτρα. Κι αυτό μας οδηγεί σε έναν τρίτο λόγο ανησυχίας. Στο ότι η βάση της συνεργασίας των τριών κομμάτων είναι στην ουσία της αρνητική - πώς θα αποφύγουμε τα δεινά του Μνημονίου. Στο τι χρειάζεται να κάνουμε όμως για να ξεφύγουμε από την ύφεση οι απόψεις τους είναι σε ορισμένες περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετες.
Δεν είναι μόνο ή δεν είναι τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις που προφανώς τους χωρίζουν. Είναι η ίδια η φιλοσοφία του Μνημονίου με την οποία πολλοί διαφωνούν, η λογική δηλαδή τής σχεδόν πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ώστε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ιδίως στα ζητήματα που έχουν σχέση με την αγορά εργασίας όπου ανάμεσα στα άλλα ρητός στόχος του Μνημονίου είναι και η μείωση των αμοιβών.
Το αν μια τέτοια πολιτική είναι η πιο ενδεδειγμένη ή όχι μικρή σημασία έχει. Γιατί είναι βέβαιο πως όταν οι μεν τραβάνε προς μια κατεύθυνση και οι δε προς την αντίθετη τότε καμιά πολιτική δεν έχει τύχη. Το καταλάβαμε αυτό στην πρώτη διετία του ΠΑΣΟΚ. Θα γίνουμε στο ίδιο έργο θεατές;
Από την πρώτη ημέρα που ήρθε η τρόικα στην Ελλάδα αναζητούσε μάταια τον «ιδιοκτήτη» του νέου οικονομικού προγράμματος, εκείνη την πολιτική δύναμη δηλαδή που θα πιστέψει στις αλλαγές και θα αναλάβει να τις πραγματοποιήσει με αποφασιστικότητα και χωρίς εκπτώσεις σε συντεχνιακές λογικές.
Θα μπορέσει να παίξει αυτό τον ρόλο η νέα κυβέρνηση; Αν ναι μπορεί να πετύχει. Αν όχι θα παρακολουθήσουμε απλώς τον αργόσυρτο θάνατο της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας!

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή 22.06.12

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012



EΛΛAΔAHμερομηνία δημοσίευσης17-06-12

Αποψη
Ο παράγων «βία» στην πολιτική ζωή
Του Παντελη Kαψη*
Η βία εισέβαλε απότομα και με αποκρουστικό είναι αλήθεια τρόπο στο σαλόνι μας διά της τηλεοράσεως. Ηταν γνωστό σε όλους ωστόσο ότι ήταν ανάμεσά μας εδώ και πολλά χρόνια. Ο Κασιδιάρης ήταν το κερασάκι. Συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» να καταδικάζουν τις φασιστικές επιθέσεις και με τη δημοκρατική μας συνείδηση ήσυχη να παραπέμπουμε το περιστατικό στις μέσα σελίδες των εφημερίδων. Οχι αυτή τη φορά.
Από την πρώτη στιγμή οι περισσότεροι σχολιαστές επισήμαναν την ανοχή που έχει δείξει ένα μέρος του πολιτικού κόσμου ιδίως της Αριστεράς στη βία των λογής λογής «αγανακτισμένων». Επισήμαναν ακόμα τη διόλου αμελητέα κοινωνική αποδοχή των φαινομένων προπηλακισμού πολιτικών, αλλά και την όλο και πιο ανοιχτή -ιδίως στο Διαδίκτυο- υιοθέτηση της βίας ως μέσο λύσης των πολιτικών μας προβλημάτων.
Ακόμα και κοινοβουλευτικά κόμματα δεν δυσκολεύονται καθόλου να μιλήσουν για κατοχικές κυβερνήσεις, για προδότες, και γερμανοτσολιάδες, για υποτακτικούς της τρόικας, των μονοπωλίων και της Μέρκελ. Και φυσικά να ζητήσουν αναλόγως την τιμωρία τους. Το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» ακούστηκε μέσα στη Βουλή!
Ακρότητες τις οποίες δεν αξίζει να παίρνουμε στα σοβαρά; Δυστυχώς όχι. Τα τελευταία χρόνια είναι σαφές ότι ορισμένες πολιτικές δυνάμεις έχουν υιοθετήσει απόλυτα συνειδητά μια στρατηγική της βίας, προκειμένου να απαξιώσουν τα «αστικά» πολιτικά κόμματα και να απονομιμοποιήσουν την πολιτική τους.
Ο κ. Τσίπρας το παραδέχθηκε περίπου ανοιχτά βάζοντας την απαρχή του αντιμνημονιακού κινήματος στην... Κερατέα. Αλλά βέβαια τα πράγματα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από το 2008 με αφορμή τον φόνο του άτυχου Γρηγορόπουλου. Από τότε μάλιστα είχαν εκδηλωθεί οι πρώτες σοβαρές διαφωνίες στο εσωτερικό του Συνασπισμού -που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία της ΔΗΜΑΡ- καθώς τα στελέχη της ανανεωτικής Αριστεράς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στην άσκηση της πολιτικής με μολότοφ. «Αν μπορούν να καίνε το Σιατλ για δύο ημέρες (σ.σ. είχε γίνει η συνάντηση της G8) γιατί δεν μπορούμε εμείς να κάψουμε την Αθήνα για δέκα», είχαν υποστηρίξει τότε ορισμένοι ακτιβιστές.
Στην επιτυχία αυτής της στρατηγικής και στη δημιουργία της εντύπωσης ότι επικρατούν συνθήκες γενικευμένης ανομίας συνέβαλε βέβαια καθοριστικά και η απόλυτη αδυναμία της ηγεσίας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης τόσο το 2008 επί Νέας Δημοκρατίας όσο και το 2010 επί ΠΑΣΟΚ να αντιδράσουν αποτελεσματικά και να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον. Μέσα στη λογική του αναγκαίου κατευνασμού αφέθηκαν ανενόχλητες συντεταγμένες ομάδες να επιβάλουν τον δικό τους νόμο. Ορισμένοι δε το θεώρησαν και επιτυχία!
Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς τις συνέπειες αυτών των φαινομένων. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός ωστόσο για να καταλάβει ότι τέτοιου είδους συνθήκες αποτελούν το προσφορότερο έδαφος για την ενίσχυση ακραίων πολιτικών αντιλήψεων, την αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού και τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Ο στοχευμένος προπηλακισμός δημοσίων προσώπων μάλιστα ενδεχομένως να συνέβαλε καθοριστικά στην κατάρρευση του δικομματισμού, καθώς το ΠΑΣΟΚ κυρίως βρέθηκε σε απόλυτη αδυναμία να υπερασπιστεί την πολιτική του ιδίως στις γειτονιές της Αθήνας.
Ολα αυτά βέβαια δεν θα μπορούσαν να συμβούν αν δεν υπήρχε ένα ισχυρό υπόστρωμα δυσαρέσκειας από την πλευρά των ψηφοφόρων. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν ήταν νομοτελειακό να συμβεί. Χρειάστηκε σωρεία λαθών των κομμάτων εξουσίας που μαζί με τα σκάνδαλα, αλλά και τον ανελέητο λαϊκισμό που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο και στην ανάγκη νέων εκλογών.
Εστω και την ύστατη ώρα βέβαια, οι δυνάμεις που στηρίζουν την ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας, φαίνεται να συσπειρώνονται και υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα μπορέσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας. Θα βρεθεί και αυτή, ωστόσο, αντιμέτωπη με τη στρατηγική της βίας και την προσπάθεια να ακυρωθούν στην πράξη όλες εκείνες οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να ξεπεράσουμε την κρίση.
Θα έχει την απαραίτητη αποφασιστικότητα για να αντιμετωπίσει την πρόκληση; Θα έχουν οι υπουργοί της την αντοχή για τον καθημερινό πόλεμο φθοράς που θα αντιμετωπίσουν; Θα έχει την πολιτική στήριξη σε βάθος τουλάχιστον μιας διετίας ώς ότου δηλαδή ξεφύγουμε από την ύφεση και επιστρέψουμε στην ανάπτυξη; Με δυο λόγια η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να κυβερνήσει; Θα έχει το απαραίτητο ένστικτο επιβίωσης ή θα αποτελέσει μια τελευταία αναλαμπή πριν επέλθει το μοιραίο;
Αυτό τελικά μαζί φυσικά με την πολιτική για την οικονομία μπορεί να αποδειχθεί ο πιο σημαντικός παράγοντας το αν θα μπορέσουμε να παραμείνουμε στη Ζώνη του Ευρώ ή όχι.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012


Μνημονίου εγκώμιον
Tου Παντελη Kαψη*
Τα λεφτά που παίρνουμε είναι καλά. Το Μνημόνιο είναι κακό. Ακόμα και ο Αλέξης Τσίπρας το είπε: θα καταργήσει το Μνημόνιο, όχι όμως και τη δανειακή σύμβαση.
Πράγμα που σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι για τη σημερινή κακοδαιμονία μας όλοι συμφωνούμε ότι φταίει το Μνημόνιο. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι. Από τη μια άκρη του πολιτικού φάσματος ώς την άλλη, μαζί και το ΠΑΣΟΚ όπως και η Νέα Δημοκρατία που μπορεί να το υπέγραψαν, τώρα όμως δεν χάνουν ευκαιρία να μας υπενθυμίσουν ότι θα επιδιώξουν την επαναδιαπραγμάτευσή του!
Με τούτα και με κείνα καταφέραμε για μια ακόμα φορά να αντιστρέψουμε την πραγματικότητα. Αρνούμαστε να δούμε το πραγματικό πρόβλημα και έχουμε βάλει στο στόχαστρο τη λύση του. Γιατί βέβαια το Μνημόνιο αποτελεί σήμερα τη μοναδική πρόταση που έχει υπάρξει -και με τέτοιο βαθμό επεξεργασίας- για να ξεπεραστεί η κρίση στην ελληνική οικονομία.
Και η ύφεση; Η ανεργία; Στην πραγματικότητα και τα δύο είναι αποτέλεσμα της δανειακής σύμβασης όχι του Μνημονίου - στο μέτρο τουλάχιστον που μπορεί να γίνει ένας τέτοιος διαχωρισμός. Δεν οφείλονται δηλαδή τόσο στα μέτρα που πήραμε, αλλά στην ένταση της λιτότητας. Στο γεγονός δηλαδή ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Ενωση αρνούνται να μας δώσουν περισσότερα χρήματα και μας υποχρεώνουν να πετύχουμε τη δημοσιονομική εξυγίανση και τα περίφημα πρωτογενή πλεονάσματα ώς το τέλος του 2012.
Μια οικονομία όμως -και μάλιστα με μικρή παραγωγική βάση όπως η ελληνική- η οποία υποχρεώνεται να πετύχει μια τόσο μεγάλη προσαρμογή σε τόσο μικρό διάστημα είναι καταδικασμένη να περάσει από μια φάση συρρίκνωσης. Με όποιον τρόπο και αν μειώναμε τα ελλείμματα, με αύξηση φόρων ή περικοπή δαπανών, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει αρνητικά το ΑΕΠ.
Η τρόικα βέβαια έπεσε έξω στους υπολογισμούς της - το γιατί είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Η ύφεση αποδεικνύεται πολύ μεγαλύτερη από αυτή που περιμέναμε, ενώ τα πλεονάσματα και μαζί η έξοδός μας στις διεθνείς αγορές, μετατίθενται όλο και μακρύτερα στο μέλλον.
Με αυτή την έννοια οι Ευρωπαίοι ξέρουν πολύ καλά ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί να μας δώσουν και άλλα χρήματα. Ηδη το έκαναν με το PSI, θα το κάνουν ξανά πιθανώς με την επέκταση του προγράμματος όπως ζητούν ΠΑΣΟΚ και Ν. Δ. Είναι σαφές ωστόσο ότι πολιτικά υπάρχει ένα όριο πέρα από το οποίο πολιτικά δεν είναι εφικτό να μας χρηματοδοτούν.
Οσο για το «μείγμα» της πολιτικής που και αυτό έχει γίνει αντικείμενο σκληρής κριτικής, κανείς δεν μας υποχρεώνει να προχωρήσουμε σε νέες οριζόντιες περικοπές. Εμείς θα υποχρεωθούμε να το κάνουμε γιατί δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να βρούμε τα περίφημα «ισοδύναμα» μέτρα. Κυρίως δηλαδή να αντιμετωπίσουμε τη φοροδιαφυγή.
Κι αν θέλουμε αντί για φόρους να κόβουμε περισσότερο δαπάνες και πάλι κανείς δεν έχει αντίρρηση - αρκεί να βρούμε βέβαια ποιες. Γιατί όλοι θυμόμαστε τις μαραθώνιες συνεδριάσεις τον Φεβρουάριο για να εξοικονομηθούν 350 εκατομμύρια, όχι 11,5 δισεκατομμύρια που θα χρειαστούν τώρα!
Ενα μόνο δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό από τους εταίρους μας: να τεθεί υπό αμφισβήτηση η φιλοσοφία του Μνημονίου. Το ότι δηλαδή για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται κυρίως διαρθρωτικές αλλαγές με στόχο την απελευθέρωση των αγορών. Την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας -βλέπε μετενέργεια και επιχειρησιακές συμβάσεις- το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη μείωση της γραφειοκρατίας και φυσικά τον εξορθολογισμό του κράτους.
Βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται και κάτι ακόμα. Αυτό που έχει ονομαστεί εσωτερική υποτίμηση. Τη μείωση δηλαδή των μισθών στους μη ανταγωνιστικούς κλάδους έως ότου το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας αντιμετωπιστεί με τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Είναι φυσικό αυτές οι αλλαγές να προκαλούν αντιδράσεις. Εδώ που έχουμε φτάσει ωστόσο -και μερικές φορές μοιάζει να ξεχνάμε ότι έχουμε χρεοκοπήσει- όλες οι εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ χειρότερες και ασφαλώς ασύμβατες με την προοπτική της παραμονής μας στην Ευρωζώνη, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε, όποια κυβέρνηση και αν εκλεγεί, ακόμα και του κ. Τσίπρα, είναι να έχει τόσο πολύ στοχοποιηθεί το Μνημόνιο που να μην είναι πολιτικά εφικτή η υλοποίησή του. Και τότε πραγματικά θα οδηγηθούμε σε αδιέξοδο!
* Ο κ. Π. Καψής είναι δημοσιογράφος, πρώην υπουργός.

Δημοσίευση : 03-06-12 στην Καθημερινή