Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΤΟΙΧΗΜΑ Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 1/9/2013)




Η ξαφνική διακοπή της λειτουργίας της ΕΡΤ ήταν ένα σοκ για την ελληνική κοινωνία. Για ορισμένους θετικό — έμοιαζε ο μοναδικός τρόπος για την αντιμετώπιση χρόνιων αμαρτιών. Για πολλούς ωστόσο αρνητικό: φάνηκε σαν μια αυταρχική κίνηση χωρίς σχέδιο και χωρίς προοπτική. Σε κάθε περίπτωση το κλείσιμο πυροδότησε μια έντονη πολεμική μεταξύ των κομμάτων, που μαζί με την κατάληψη των εγκαταστάσεων στην Αγ. Παρασκευή και τον ακραίο συντεχνιακό αγώνα που δίνει η ΠΟΣΠΕΡΤ, μοιάζει να υπονομεύει το μέλλον της «Δημόσιας Τηλεόρασης». Ακόμα και το να συζητήσουμε σήμερα για το ποια τηλεόραση θέλουμε, δείχνει πολυτέλεια. Κι όμως, το στοίχημα για μια τηλεόραση ανεξάρτητη από πολιτικές παρεμβάσεις μπορεί να κερδηθεί. Τα πρώτα σημαντικά βήματα έχουν ήδη γίνει. Και ο στόχος είναι η «ΝΕΡΙΤ» —ή όποιο είναι τελικά το όνομα που θα αποφασιστεί— να εκπέμψει μέσα στο 2013.
Η αρχή έγινε με την ψήφιση του νέου νομοθετικού πλαισίου που κατοχυρώνει αυτή την ανεξαρτησία και βάζει τέλος σε ένα καθεστώς κυβερνητικού ελέγχου. Πρόκειται για μια κορυφαία τομή με ένα νόμο που, όπως αναγνώρισε και η EBU, συγκρίνεται θετικά με τους καλύτερους της Ευρώπης.
Ακολούθησε η συγκρότηση του Εποπτικού Συμβουλίου με πρόσωπα κύρους που μπορούν να εγγυηθούν ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος θα γίνουν με άψογο τρόπο. Έχει ασφαλώς ενδιαφέρον ότι ουδείς ουσιαστικά αμφισβήτησε την καταλληλότητα των προσώπων γι’ αυτόν τους το ρόλο. Στις άμεσες αρμοδιότητες του Εποπτικού Συμβουλίου περιλαμβάνεται η εκλογή του νέου Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου — κάτι που θα γίνει εντός των προσεχών εβδομάδων.  Η κυβέρνηση θα μάθει την  απόφαση του μαζί με όλους τους υπόλοιπους πολίτες.
Ήδη το Εποπτικό Συμβούλιο, παρότι δεν είχε τέτοια υποχρέωση, προχώρησε σε δημόσια προκήρυξη των θέσεων του Διοικητικού Συμβουλίου δίδοντας ένα πρώτο δείγμα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα καθήκοντά του. Παράλληλα ξεκίνησε διαβουλεύσεις με τις συνδικαλιστικές ενώσεις και τα σχετικά πανεπιστημιακά τμήματα ώστε να εξασφαλιστεί η πρόσληψη των δημοσιογράφων που θα εργαστούν στον νέο φορέα (τη ΝΕΡΙΤ) με συνθήκες διαφάνειας και αξιοκρατίας.
Όλα αυτά ωστόσο λίγο έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη και τα Μέσα Ενημέρωσης. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην πολιτική και συνδικαλιστική αντιπαράθεση γύρω από τον μεταβατικό φορέα (τη «Δημόσια Τηλεόραση», όπως ονομάζεται), που εκπέμπει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα υπακούοντας στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι θέλει να στήσει ένα δικό της ‘‘μαγαζάκι’’. Η αλήθεια όμως είναι ακριβώς αντίθετη.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΠΟΣΠΕΡΤ κόπτονται στα λόγια για τη «Δημόσια Τηλεόραση». Στην πραγματικότητα η ΠΟΣΠΕΡΤ αγωνίζεται για την αναβίωση μιας συντεχνιακής ΕΡΤ που είχε καταφέρει να ξοδεύει πάνω από 200.000.000€ χωρίς ουσιαστικά να παράγει πρόγραμμα. Στην πράξη, πέρα από την ενημέρωση, λειτουργούσε για να συντηρεί δεκάδες «διευθύνσεις» και «τμήματα», με διευθυντές και βέβαια αναπληρωτές που δεν έκαναν τίποτε. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΡΤ δεν είναι παρά μια σημαία ευκαιρίας που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της διακηρυγμένης πρόθεσής του να ρίξει την κυβέρνηση. Αν η κυβέρνηση μείνει για πολύ χρόνο —μου είπε χαρακτηριστικά στέλεχός του—, τότε θα επανεξετάσουμε τη στάση μας.

Όταν πριν από σχεδόν δύο μήνες ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τους απολυμένους της ΕΡΤ, υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία και να φύγει το μαύρο από τις οθόνες.
Το σχέδιο της κυβέρνησης προέβλεπε ένα μεταβατικό σχήμα με 2.000 εργαζομένους, το οποίο θα συνέχιζε να παράγει κανονικό πρόγραμμα έως ότου προχωρήσουν οι διαδικασίες για τον νέο φορέα – τη ΝΕΡΙΤ.
Από την πρώτη στιγμή η συζήτηση επικεντρώθηκε σε μια σειρά πρακτικών ζητημάτων που έθεταν οι εργαζόμενοι. Στην ουσία τους, όλα αντιμετωπίστηκαν ή αναλήφθηκαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για να αντιμετωπιστούν. Οι διαπραγματεύσεις ωστόσο παρέμεναν στάσιμες. Γρήγορα έγινε φανερό ότι η ΠΟΣΠΕΡΤ είχε υιοθετήσει μια παρελκυστική τακτική καθυστέρησης με στόχο να μην υπάρξει λύση, και κάποια στιγμή —καθώς εκκρεμούσε και η εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας— να καταστεί αναπόφευκτη η επαναλειτουργία της πρώην ΕΡΤ όπως ήταν πριν από την 11η Ιουνίου.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση έστειλε ένα πρώτο «σήμα», με τη λειτουργία της «Δημόσιας Τηλεόρασης» στην αρχή από ιδιωτικό στούντιο και πολύ γρήγορα από τις εγκαταστάσεις της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης .
Μη έχοντας πρόσβαση στο αρχείο του Ραδιομεγάρου, ήταν αναπόφευκτο να συγκροτηθεί πρόγραμμα από παλαιές εκπομπές με αποτέλεσμα να ασκηθεί καυστική κριτική. Ωστόσο, ο στόχος ήταν άλλος και η εκπομπή συνέβαλε καθοριστικά ώστε να «ξεκολλήσουν» οι διαπραγματεύσεις, όχι βέβαια με την ηγεσία της ΠΟΣΠΕΡΤ αλλά με επιμέρους συλλόγους εργαζομένων.
Πολύ γρήγορα τεχνικοί και σκηνοθέτες ανακοίνωσαν ότι αποδέχονται τον μεταβατικό φορέα και άρχισε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων για την υλοποίησή του. Από την πλευρά τους οι δημοσιογράφοι φάνηκε και αυτοί να αλλάζουν στάση, στην πραγματικότητα ωστόσο μόνο στα λόγια: Ανακοίνωσαν ότι αποδέχονται το κλείσιμο της πρώην ΕΡΤ, ζήτησαν όμως να προχωρήσουν οι διαδικασίες με απευθείας μεταφορά όλου του προσωπικού της ΕΡΤ στη ΝΕΡΙΤ. Ο στόχος ήταν προφανής: Πρώτον να ακυρώσουν νομικά το κλείσιμο της ΕΡΤ, καθώς θα εθεωρείτο καθολικός διάδοχός της η ΝΕΡΙΤ. Δεύτερον, να αποτρέψουν την επαναπροκήρυξη των θέσεων στη ΝΕΡΙΤ· να επαναπροσληφθούν οι ίδιοι, χωρίς την παραμικρή ανανέωση.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά. Ο μεταβατικός φορέας προχώρησε στην προκήρυξη των πρώτων 600 θέσεων για τη «Δημόσια Τηλεόραση». Γιατί 600; Γιατί απλούστατα, με το Ραδιομέγαρο υπό κατάληψη δεν θα μπορούσε να προσληφθούν 2.000 στις εγκαταστάσεις της οδού Κατεχάκη, που δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
H ΠΟΣΠΕΡΤ αντέδρασε με τη γνωστή διπλή γλώσσα και με υποκρισία. Από τη μια πλευρά κεραυνοβολούσε την κυβέρνηση ότι υπαναχωρεί και δεν προσλαμβάνει 2.000, και από την άλλη απειλούσε όσους θα τολμούσαν να κάνουν αίτηση για να επαναπροσληφθούν χαρακτηρίζοντάς τους «δηλωσίες». Κι όταν προκηρύχθηκαν οι υπόλοιπες 1.453 θέσεις, τότε άρχισε να μιλά για «εκβιασμό» και «ομηρεία» των εργαζομένων, ενώ ο (πρώην) Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ έφτασε να πει ότι θα ‘‘χυθεί αίμα’’. Από τις αντιφάσεις στην πλήρη σύγχυση.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση λειτουργούσε υπό ασφυκτική πίεση χρόνου. Πρώτον, γιατί έπρεπε να υλοποιήσει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεύτερον, γιατί στις επαφές με την EBU (την Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιων Τηλεοπτικών Φορέων) είχε γίνει σαφές ότι θα διακοπεί η μετάδοση σήματος της απεργιακής ΕΡΤ, μόλις αρχίσουν ειδησεογραφικές εκπομπές στη «Δημόσια Τηλεό­ραση». Και η διακοπή του σήματος ήταν μία από τις προϋποθέσεις για να μπορέσει η «Δημόσια Τηλεόραση» να μεταφερθεί στην Αγία Παρασκευή.
Τρίτον, και κυριότερο, για να φύγει το μαύρο και να υπάρξει κανονικό πρόγραμμα — έστω με τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι εγκαταστάσεις της Κατεχάκη, οι οποίοι επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα των εκπομπών.
Για το λόγο αυτόν —να αρχίσει δηλαδή το γρηγορότερο δυνατόν η εκπομπή προγράμματος— επελέγη να δοθούν αμέσως στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της μοριοδότησης βάσει της οποίας έγιναν οι προσλήψεις. Αυτό όμως έγινε και για έναν ακόμη λόγο: Να μπορεί ο καθένας να ελέγξει τη διαδικασία σε συνθήκες διαφάνειας. Για τον ίδιο λόγο προσκλήθηκε η συνδικαλιστική εκπρόσωπος των δημοσιογρά­φων να συμμετάσχει στην διαδικασία ελέγχου των αιτήσεων, χωρίς όμως να ανταποκριθεί.
Φυσικά υπήρξαν λάθη, αφού κάποιοι δήλωσαν προσόντα που δεν είχαν. Τα λάθη αυτά χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους —σκόπιμα ή όχι— που μίλησαν για «μαγειρέματα». Η αλήθεια όμως είναι ότι η διαδικασία ήταν και θα παραμείνει απολύτως διαφανής, χωρίς το παραμικρό περιθώριο παρέμβασης. Αλλά βέβαια στην Ελλάδα της σύγχυσης οι κατηγορίες για «μαγειρεία», «φίλους» και «κουμπάρους» είναι εύκολες.
Με αυτόν τον τρόπο, στην αρχή με ελάχιστους εργαζομένους και περιορισμένα τεχνικά μέσα, μεταδόθηκε ενημερωτικό πρόγραμμα από τη «Δημόσια Τηλεόραση» ενώ διεκόπη και η μετάδοση του σήματος της απεργιακής ΕΡΤ από την EBU.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η «Δημόσια Τηλεόραση» κάνει τα πρώτα της βήματα, με πρωινές ενημερωτικές εκπομπές και στόχο να προχωρήσει γρήγορα σε δελτία ειδήσεων.
Οι τεχνικοί περιορισμοί είναι μεγάλοι. Η στελέχωση του σταθμού ακόμα προβληματική — στήθηκε μέσα σε λίγες μέρες από ελάχιστους ανθρώπους. Η κριτική για το τελικό αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτη. Όμως το μείζον είναι σήμερα να κατακτήσει την αξιοπιστία του. Δεν θα είναι εύκολο, καθώς κόμματα της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπουν στα στελέχη τους να εμφανίζονται στις εκπομπές της «Δημόσιας Τηλεόρασης». Έτσι, η κριτική τους κινδυνεύει να γίνει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Είναι φυσικά άλλο θέμα πόσο δημοκρατική είναι μια τέτοια στάση που ουσιαστικά επιχειρεί να «πνίξει» ένα μέσο ενημέρωσης.
Παρ’ όλα αυτά η κατοχύρωση της αξιοπιστίας της «Δημόσιας Τηλεόρασης», και παράλληλα η καθιέρωση αξιοκρατικών διαδικασιών, παραμένει μονόδρομος. Θα είναι μια δύσκολη διαδικασία, ένας μαραθώνιος που θα πρέπει να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες ενός ακραίου κομματισμού που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Παραμένουμε στο δρόμο που έχουμε χαράξει, ωστόσο. Η επιστροφή θα ήταν εγκληματική. Γιατί οι έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα και απαιτούν μια διαφορετική τηλεόραση.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Η απόφαση του Κουβέλη και το εκκρεμές του Κύρκου



Ο Αντ. Σαμαράς θα έχει σίγουρα μετανιώσει για την απόφασή του να κλείσει αιφνιδιαστικά την ΕΡΤ και να προκαλέσει πολιτική κρίση. Από τη μια στιγμή στην άλλη έβαλε υπό αμφισβήτηση όλα όσα είχαμε πετύχει τη χρονιά που πέρασε. Κι αν δεν ήταν η θαρραλέα στάση του κ. Βενιζέλου σήμερα θα βρισκόμασταν και πάλι ακριβώς εκεί που ήμασταν το 2012 και με το ίδιο δίλημμα: μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη, συνέχιση του μνημονίου ή ανοιχτή χρεοκοπία.
Το μείζον ζήτημα βέβαια είναι αν η κυβέρνηση θα έχει τη δύναμη να προχωρήσει ή αν σε λίγους μήνες θα βρεθούμε ξανά σε κρίση. Είναι στο χέρι των δύο εταίρων. Οχι μόνο να κάνουν την επανεκκίνηση αλλά να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για μια στρατηγική συμμαχία που θα ξεπερνά τον ορίζοντα της τετραετίας.
Αν ο κ. Σαμαράς όμως ξεκίνησε την κρίση, η απόλυτη ευθύνη για την κατάληξή της και για το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε βαρύνει αποκλειστικά τη ΔΗΜΑΡ και τον κ. Φ. Κουβέλη. Ο οποίος απέδειξε με τον πιο χειροπιαστό τρόπο ότι όλη αυτή η φιλολογία για «Αριστε­ρά της ευθύνης» ήταν λόγια του αέρα.
Γιατί βέβαια όσο και αν προσπαθήσει, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς η τύχη της ΕΡΤ είναι σημαντικότερη από την τύχη της χώρας. Ιδίως όταν και η ΔΗΜΑΡ αναγνωρίζει την ανάγκη ριζικής εξυγίανσής της. Για τι πράγμα ακριβώς μιλάμε;
Η όλη συμπεριφορά μάλιστα του κ. Κουβέλη, η υπαναχώρηση σε ένα πλαίσιο λύσης που φάνηκε ότι είχε αποδεχθεί και ο τρόπος με τον οποίο προκατέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τη «δεσμευτική» απόφαση της Κοινοβουλευτικής του ομάδας, δημιουργούν βάσιμες υποψίες ότι επιδίωξε τη ρήξη, ότι έψαχνε ευκαιρία για να φύγει από την κυβέρνηση.
Κλασική περίπτωση πολιτικής υποκρισίας; Πιθανώς. Αλλά και βαρύτατο κρούσμα «όρασης τούνελ» όπου ένα κόμμα αδυνατεί να δει τη μεγάλη εικόνα, αρνείται να καταλάβει τις διαθέσεις της κοινωνίας και βραχυκυκλώνεται σε μια στενόμυαλη αντίληψη για το κομματικό συμφέρον. Γιατί και αυτό αμφισβητείται. Μπορεί ο κ. Κουβέλης να ελπίζει ότι με τη ζαριά της εξόδου από την κυβέρνηση και απαλλαγμένος από το πολιτικό κόστος θα μπορέσει να διεκδικήσει καλύτερα την εκπροσώπηση της Κεντροαριστεράς. Αυτό ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο - άλλωστε πρόσφατα το δοκίμασε από τα δεξιά και ο κ. Καρατζαφέρης με καταστροφικά αποτελέσματα.
Για τη ΔΗΜΑΡ η προοπτική μπορεί να αποδειχθεί ακόμα χειρότερη. Πρώτον, γιατί η απόφασή της είναι βέβαιο ότι θα διχάσει τους ίδιους τους ψηφοφόρους της που την ψήφισαν μετά τη ρητή δέσμευση ότι θα μπει στην κυβέρνηση. Δεύτερον και πιο ουσιαστικό όμως είναι το ότι στις προσεχείς εκλογές κινδυνεύει να κατέβει χωρίς πολιτική πρόταση και χωρίς στρατηγική προοπτική. Γιατί θα υποστηρίξει τι; Ψηφίστε με για να μπω στην κυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία; Εκτός και αν φιλοδοξούν να γίνουν μια ακόμα συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Με τις αποφάσεις του ο κ. Κουβέλης ακόμα και άθελά του μπορεί να κάνει μια τέτοια επιλογή για τη ΔΗΜΑΡ αναγκαστική - ένα είδος αριστερού μπαλαντέρ. Είχε από παλιά μιλήσει ο Λεωνίδας Κύρκος για το εκκρεμές!

ΕΘΝΟΣ 23/6/13

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Το ΠΑΣΟΚ είναι πάλι εδώ!



Είναι η δεύτερη φορά που ο Ευάγγελος Βενιζέλος βγάζει το φίδι από την τρύπα. Την πρώτη, τον Ιούνιο του 2011, όταν, αναλαμβάνοντας υπουργός Οικονομικών, ουσιαστικά διασφάλισε τη συνοχή του ΠΑΣΟΚ που μπόρεσε να υπερψηφίσει το αναθεωρημένο Μνημόνιο.
Και βέβαια προχθές που κράτησε στη ζωή την κυβέρνηση και απέτρεψε κατά πάσα πιθανότητα μια απροσδόκητη χρεοκοπία, αλλά και το ενδεχόμενο παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας. Μπορεί να φανταστεί άραγε κανείς τι θα συνέβαινε αν στην επόμενη Βουλή αναδεικνυόταν η ακροδεξιά σε ρυθμιστικό παράγοντα;
Δεν ήταν δεδομένη εκ των προτέρων η στάση του κ. Βενιζέλου. Ολοι θυμόμαστε ότι πέρυσι, μετά τις εκλογές του Μαΐου, το ΠΑΣΟΚ είχε θέσει ως όρο για να συμμετάσχει στην κυβέρνηση τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ. Ο πειρασμός να αποχωρήσει μαζί της και να μη φορτωθεί μόνο του το πολιτικό κόστος θα ήταν μεγάλος. Αλλά βέβαια θα ήταν και μια καταστροφική επιλογή.
Οχι μόνο γιατί θα φαινόταν ουρά της ΔΗΜΑΡ. Αλλά γιατί θα βρισκόταν να αντιφάσκει με τον ίδιο του τον εαυτό και την πολιτική που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια. Ουσιαστικά θα παρέδιδε την πολιτική του ταυτότητα και θα έχανε τον λόγο ύπαρξής του - περίπου όπως η ΔΗΜΑΡ.
Ο κ. Βενιζέλος είχε τη λογική και το θάρρος να μην μπει στον πειρασμό. Κράτησε έτσι σταθερά το ΠΑΣΟΚ στον χώρο της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, ώστε να μπορεί προοπτικά να αποτελέσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας από τον χώρο των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων.
Θα βγει λοιπόν κερδισμένο το ΠΑΣΟΚ; Σίγουρα από χθες αποτελεί τον μοναδικό υπαρκτό πόλο συσπείρωσης των εκσυγχρονιστικών-μεταρρυθμιστικών δυνάμεων της προοδευτικής παράταξης. Από εκεί και πέρα το πώς θα πάει δημοσκοπικά θα εξαρτηθεί πολύ από την πορεία της κυβέρνησης. Από το αν θα μπορέσει να έχει χειροπιαστά θετικά αποτελέσματα. Αλλά και από το αν το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει να βάλει τη δική του σφραγίδα στο κυβερνητικό έργο.
Δεν θα είναι εύκολο. Αν βρεθούμε πάλι να παρακολουθούμε μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ των δύο εταίρων με γκρίνιες και διαφωνίες για κάθε επιμέρους ρύθμιση, που θα λειτουργούν παραλυτικά για το κυβερνητικό έργο, τότε η συνεργασία θα αποδειχθεί βραχύβια. Απαιτούνται γενναίες αποφάσεις και σαφείς ιεραρχημένοι στόχοι. Με αυτή την έννοια η πρόσκληση του κ. Βενιζέλου προς τον κ. Σαμαρά για μια νέα βάση στη συνεργασία τους απευθύνεται ουσιαστικά και στο ΠΑΣΟΚ, που θα πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση.
Και η Κεντροαριστερά; Εως την Πέμπτη το μεσημέρι πολλοί πίστευαν ότι η κρίση της ΕΡΤ είχε φέρει πιο κοντά το ΠΑΣΟΚ με τη ΔΗΜΑΡ. Οι δύο ηγέτες είχαν αποκτήσει κοινό βηματισμό και είχαν καλή χημεία - αντίθετα από τη σχέση τους με τον κ. Σαμαρά. Στελέχη της ΔΗΜΑΡ μάλιστα θεωρούσαν σχεδόν δεδομένη τη δημιουργία ενός κοινού σχήματος. Προφανώς υπολόγισαν λάθος.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι το ένα κόμμα θα είναι μέσα στην κυβέρνηση και το άλλο έξω. Οσο η ασάφεια πλέον των στρατηγικών επιλογών της ΔΗΜΑΡ.
Η απόφασή της να πάρει μέρος στην τρικομματική φάνηκε ως επιθυμία να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Αποδείχθηκε ότι δεν αντέχει το βάρος, ότι ακούει περισσότερο την πλατεία και τον πολιτικο-δημοσιογραφικό μικρόκοσμο, που αποτελεί τον βασικό χώρο αναφοράς μεγάλης μερίδας των στελεχών της. Ετσι όμως δεν μπορεί να διεκδικήσει ουσιαστικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ιδιαίτερα σε συνθήκες πόλωσης και σκληρών διλημμάτων.

ΕΘΝΟΣ 22/6/13

Η απάντηση των δημοσιογράφων!



Οι εκλογές σε ένα επαγγελματικό σωματείο σπάνια έχουν γενικότερη πολιτική σημασία. Τα όσα έγιναν στο Σωματείο των Δημοσιογράφων ωστόσο έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον και προσφέρονται για ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα. Μέρες που είναι βλέπετε, με την κυβέρνηση να κάνει «δώρο» το κλείσιμο της ΕΡΤ, όπου απασχολούνται περίπου 800 δημοσιογράφοι, και με ανεργία στον κλάδο της τάξεως του 50%, όλοι περίμεναν ενίσχυση του «αγωνιστικού» προεδρείου που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντ' αυτού τις εκλογές τις κέρδισε μια πρωτοεμφανιζόμενη ακομμάτιστη παράταξη, ενώ οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκαν σε απόλυτο αριθμό ψήφων.
Με δυο λόγια αυτό που έγινε είναι ότι οι δημοσιογράφοι, δύο χρόνια τώρα, έζησαν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στον συνδικαλισμό, και λένε φτάνει. Η οποία πολιτική συνοψίζεται σε μία λέξη: απεργία. Απεργία γενική μαζί με τη ΓΣΕΕ, απεργία κλαδική για νέα συλλογική σύμβαση και απεργίες στοχευμένες σε συγκεκριμένα Μέσα - συνήθως για απολύσεις ή περικοπές. Κι από απεργία σε απεργία ο κλάδος συρρικνώθηκε, πολλά μέσα έκλεισαν και βέβαια δεν υπογράφηκε νέα σύμβαση.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος και τι πρέπει να κάνει ένα σωματείο. Σε τέτοιες εποχές δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Αλλά για παράδειγμα αν μπορεί να αποφευχθεί το κλείσιμο μιας εφημερίδας με μειώσεις μισθών ή ακόμα και με περιορισμένες απολύσεις είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι το αποδέχθηκαν επανειλημμένα, πάντα όμως σε αντίθεση με την ΕΣΗΕΑ.
Εχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι το κατεξοχήν προσκείμενο στη διοίκηση φύλλο που δεν προχώρησε -παρά πολύ αργά- σε τέτοιες κινήσεις, αναγκάστηκε να κλείσει. Οπως επίσης έχει ενδιαφέρον το ότι, με την άρνηση να αποδεχθεί λογικές μειώσεις στους μισθούς, δεν υπογράφηκε συλλογική σύμβαση, με αποτέλεσμα μεγαλύτερες μειώσεις με ατομικές συμβάσεις.
Παραδόξως ακόμα και η απεργία στην ΕΡΤ λειτούργησε σε βάρος της διοίκησης. Πρώτον γιατί κατάφερε να ταυτιστεί με τη συνδικαλιστική ηγεσία της δημόσιας τηλεόρασης, που είναι ό,τι πιο αναχρονιστικό και παλαιοκομματικό μπορεί να φανταστεί κανείς. Και δεύτερον γιατί στη διαχείριση του προγράμματος που έβγαλαν στον αέρα οι εργαζόμενοι αναδείχθηκαν τα σταλινικά αντανακλαστικά στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, με τον αποκλεισμό κάθε μη αρεστής άποψης.
Κι αυτό είναι ένα γενικότερο ζήτημα. Γιατί η ΕΣΗΕΑ πρέπει να είναι το μοναδικό σωματείο δημοκρατικής χώρας στον κόσμο στο οποίο δημοσιογράφοι έχουν διαγραφεί από συναδέλφους τους για απόψεις που έχουν εκφράσει σε κείμενά τους!
Κατά τα άλλα, η Ενωση Συντακτών αρέσκεται να αναδεικνύει ζητήματα «αξιοπιστίας» του Τύπου, πάντοτε όμως μέσα από μια αυταρχική λογική με κώδικες και επιτροπές δεοντολογίας, που βέβαια δεν έχουν το παραμικρό πρακτικό αντίκρισμα. Δεν προκαλεί φυσικά έκπληξη ότι κατά την ΕΣΗΕΑ η παραβίαση της δεοντολογίας γίνεται πάντα προς μία κατεύθυνση - προς δόξαν της στρατευμένης δημοσιογραφίας. Και βέβαια όλο αυτό το ανηλεές σφυροκόπημα έχει συμβάλει αποφασιστικά στην εδραίωση της πεποίθησης ότι ο Τύπος είναι αναξιόπιστος.
Γιατί φυσικά δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό κανενός συνδικαλιστή η ανάγκη δημιουργίας θετικών προτύπων -ας πούμε όπως τα βραβεία Πούλιτζερ- που θα συνέβαλλαν στην αναβάθμιση του επαγγέλματος. Οπως πολύ περισσότερο δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό τους η ανάγκη συνολικής παρέμβασης στην κρίση του Τύπου, δέκα και πλέον χρόνια τώρα, καθώς φαινόταν ότι αργά ή γρήγορα θα σκάσει η φούσκα.
Αγωνιστές ήταν, όχι μάνατζερ. Τους ήταν αρκετό λοιπόν κάθε χρόνο να διασφαλίζουν «αυξήσεις» πάνω από 5%, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έμπαιναν έτσι όλο και πιο βαθιά στο πηγάδι. Κι όμως είχαν προειδοποιηθεί...

ΕΘΝΟΣ 21/6/13

Ο... Αλέξης έδειξε τον δρόμο!



Αυτή η τρελή περιπέτεια των πρόωρων εκλογών τελείωσε ή θα έπρεπε να είχε τελειώσει τη Δευτέρα το βράδυ. Οχι στο Μαξίμου, αλλά στην πλατεία Συντάγματος, εκεί που οργάνωσε τη συγκέντρωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθένας μπορεί να έχει άποψη για το αν ήταν μικρή ή μεγάλη. Ενα σίγουρα δεν ήταν: η συγκέντρωση που θα οδηγούσε στην ανατροπή της κυβέρνησης. Στο κάλεσμα του κ. Α. Τσίπρα -απόψε τελειώσατε, κ. Σαμαρά- ούτε τα κομματικά μέλη καλά καλά δεν ανταποκρίθηκαν.
Ο προφανής λόγος είναι ότι μια μειοψηφία μόνο του ελληνικού λαού επιθυμεί τις πρόωρες εκλογές. Κι όλοι καταλαβαίνουν ότι οι κίνδυνοι για τη χώρα από την προσφυγή στις κάλπες είναι μεγάλοι. Ενδεχομένως όμως να υπάρχει και κάτι παραπάνω.
Στο κάτω κάτω οι ίδιοι κίνδυνοι υπήρχαν και πέρυσι, αυτό όμως δεν εμπόδισε την Αθήνα να δίνει την εικόνα πολιορκημένης πόλης την ημέρα που μπήκε σε ψηφοφορία το «δεύτερο» Μνημόνιο.
Από τότε βέβαια έχουν μεσολαβήσει πολλά. Κορυφαίο ίσως η προσφυγή της Κύπρου και η χρεοκοπία του «αδελφού» ΑΚΕΛ που βοήθησε ασφαλώς πολλούς να κατανοήσουν την πραγματικότητα της κρίσης και την ανεδαφικότητα της φιλολογίας για λύσεις ερήμην της Ευρωζώνης. Οσο για τα αδελφά κόμματα του εξωτερικού, στη Βενεζουέλα πια στήνονται με τις ώρες σε ουρές στα σούπερ μάρκετ για τα πιο στοιχειώδη αγαθά.
Βοήθησε όμως και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιμένει σε έναν πολιτικό λόγο κενό περιεχομένου. Πολλοί υποστήριξαν ότι ο κ. Τσίπρας τη Δευτέρα προσπάθησε να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στην πραγματικότητα η ομιλία του ήταν μια αλληλουχία συνθημάτων. Κι όταν κάποια στιγμή φάνηκε να θέλει να περιορίσει τα «θα», είπε με περίσσευμα μετριοφροσύνης: «Μια υπόσχεση δίνουμε. Θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας». Ποιος Ανδρέας και ποιος Αλέξης - εδώ μιλάμε για Μεγαλέξανδρο!
Αυτός ο διαφαινόμενος ρεαλισμός ωστόσο είναι επικίνδυνος. Γιατί μπορεί να εκληφθεί από τους πολιτικούς ότι γυρνάμε στα ίδια. Μεγάλο λάθος - η οργή των πολιτών παραμένει αμείωτη. Και αν μη τι άλλο, η κυβερνητική φαρσοκωμωδία με την ΕΡΤ τη μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.
Υπάρχουν, βλέπετε, δύο λογικές. Η κοινή λογική των πολιτών που λέει ότι για ένα τέτοιο θέμα όπως της τηλεόρασης δεν μπορεί να συζητούνται καν οι εκλογές, ιδίως όταν έχουν ψηφιστεί πολύ σκληρότερα κι όταν διακυβεύονται τόσο πολύ σοβαρότερα.
Και η λογική της πολιτικής όπου το εθνικό υποτάσσεται στο κομματικό και το κομματικό στο προσωπικό. Οι πολιτικοί αρχηγοί φλέρταραν πολύ με τη δεύτερη και είναι βέβαιο ότι οι πολίτες δεν θα το ξεχάσουν εύκολα. Βγαίνουν όλοι τους χαμένοι.
Ακόμα χειρότερα, δεν έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν έναν πολιτικό λόγο που να εμπνέει και να λειτουργεί θετικά. Ακόμα και οι μεταρρυθμίσεις παρουσιάζονται περίπου ως τιμωρία προς την κοινωνία, η αναγκαία μετάνοια εις άφεσιν αμαρτιών. Κλασικό παράδειγμα η ΕΡΤ, όπου η αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης παρουσιάστηκε σαν απάντηση στα σκάνδαλα - για τα οποία όμως το κύριο βάρος το φέρουν οι πολιτικοί, οι διοικήσεις, οι συνδικαλιστές, όχι οι εργαζόμενοι. Η θετική πλευρά, μια δημόσια τηλεόραση αντάξια της αποστολής της, απλώς αγνοήθηκε, προφανώς γιατί δεν υπήρχε.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είναι κρίσιμη για την ανάκαμψη της οικονομίας. Πριν από αυτό ωστόσο και μαζί με τις περικοπές, θα θέλαμε να δούμε και μια αλλαγή στη λειτουργία του κράτους, κατάργηση της γραφειοκρατίας, υπεράσπιση της αξιοκρατίας, ισονομία και έναντι των ισχυρών. Ποιος ξέρει, μπορεί έτσι και η κυβέρνηση μετά την κρίση να ξαναβρεί τον βηματισμό της!

ΕΘΝΟΣ 20/6/13

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Δύο θυμωμένοι αρχηγοί



Από το προχθεσινό θρίλερ στο Μαξίμου μου έκανε τη μεγαλύτερη και τη χειρότερη εντύπωση το ύφος των αρχηγών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ στις δηλώσεις τους μετά τη συνάντηση. Οχι διάθεση συμβιβασμού δεν έδειχναν, αλλά αντιθέτως μόλις και μετά βίας έκρυβαν την οργή τους. Σαν να είχαν ανεβάσει αδρεναλίνη και έψαχναν ευκαιρία να ξεσπάσουν. Ηταν και οι δύο σε απόλυτη αναντιστοιχία με την αγωνία των πολιτών που δεν θέλουν εκλογές κι αναζητούσαν σημάδια εκτόνωσης και μετριοπάθειας.
Αντιθέτως, ήταν πολύ θετική η προσπάθεια του κ. Σαμαρά να αποφορτίσει το κλίμα υποβάλλοντας σειρά προτάσεων που έπαιρναν υπόψη τις ανησυχίες και την ενόχληση των άλλων δύο.
Ο κ. Σαμαράς βέβαια φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κρίση, ήταν αναγκαίο αυτός να πρέπει να πάρει και τις πρωτοβουλίες για το ξεπέρασμά της. Ο τρώσας και ιάσεται. Παραμένουν φυσικά σοβαρές διαφωνίες. Θα είναι ο απόλυτος εξευτελισμός ωστόσο του πολιτικού συστήματος να οδηγηθούμε σε εκλογές επειδή οι τρεις διαφωνούν στην ερμηνεία μιας δικαστικής απόφασης. Μπορούμε κατά συνέπεια να ελπίζουμε.
Η οργή των κ. Βενιζέλου και Κουβέλη ήταν ειλικρινής. Αισθάνθηκαν ότι τσαλακώνονται από τον κ. Σαμαρά. Ομως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι δύο αρχηγοί -και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν- είναι οι εσωκομματικές διαφωνίες σε συνδυασμό με τις δημοσκοπήσεις. «Αν δεν αντιδρούσαν έντονα μπορεί να έχαναν το κόμμα», είναι μια συνηθισμένη αντίδραση στενών συνεργατών τους. Και δεν απέχει (πολύ) από την αλήθεια. Γιατί βέβαια μιλάμε για την Κεντροαριστερά, αλλά για ποια ακριβώς Κεντροαριστερά;
Ο κ. Βενιζέλος, για παράδειγμα, ο οποίος έχει πολύ μικρή προσωπική βάση μέσα στο κόμμα, αναγκάστηκε από την πρώτη στιγμή να ρίξει γέφυρες προς την παλαιοκομματική πτέρυγα παρά το ότι ο ίδιος ως συγκρότηση αλλά και στην προσωπική του διαδρομή δεν έχει την παραμικρή σχέση μαζί τους.
Ολη η συζήτηση για τους «κηπουρούς» του Γιώργου Παπανδρέου μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αντίδραση σε αποτυχημένες προσωπικές επιλογές του πρώην πρωθυπουργού. Μπορεί όμως να διαβαστεί και ως ενόχληση του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ στην έξωθεν «εισβολή» νέων στελεχών. Σε τελευταία ανάλυση αν κάποιοι «κηπουροί» ήταν αποτυχημένοι, εξίσου αποτυχημένοι ή ανύπαρκτοι ήταν και πολλοί άλλοι υπουργοί.
Ο,τι κι αν συνέβη, το βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ μιλάει όλο και λιγότερο για μεταρρυθμίσεις κι ένα κομμάτι του όχι μόνο θέλει να φύγει από την κυβέρνηση αλλά προοπτικά δεν θα απέκλειε μια συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η δήλωση του θεωρούμενου εκσυγχρονιστή Παρασκευά Αυγερινού ότι δεν νοείται «Ελιά» χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτική. Στην ουσία πρόκειται για το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ΄80, αυτό που υπονόμευσε τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, το ΠΑΣΟΚ που δεν συμφιλιώθηκε, ούτε κατάλαβε τις νέες στρατηγικές προκλήσεις της χώρας.
Από διαφορετική διαδρομή έρχονται οι διαφωνούντες της ΔΗΜΑΡ. Γι΄ αυτούς το ΠΑΣΟΚ του '80 είναι ανάθεμα. Η ιδεολογική και η πολιτική τους συγκρότηση παραπέμπει ευθέως στην παραδοσιακή Αριστερά έστω και στην ανανεωτική της εκδοχή. Η ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά προέκυψε από δύο στοιχεία. Το πρώτο ήταν η ανοχή στη βία και το δεύτερο η αντιευρωπαϊκή του στροφή.
Κατά τα άλλα, για τα στελέχη αυτά η λογική των μεταρρυθμίσεων, της ενίσχυσης της αγοράς, των περισσότερων αποκρατικοποιήσεων και του περιορισμού του κράτους παραμένει απόλυτα ξένη. Κι όσο και αν διαφωνούν με τις ακρότητες του ΣΥΡΙΖΑ, εξίσου ή και περισσότερο ενοχλούνται από τη συνύπαρξη με τη Νέα Δημοκρατία. Αφορμή ψάχνουν για να φύγουν. Και η ΕΡΤ φάνηκε να τους τη δίνει!

ΕΘΝΟΣ 19/6/13

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Επανεκκίνηση ή μιζέρια;



Δεν είναι απολύτως σαφές ότι αποφύγαμε τον σκόπελο. Σίγουρα η συνάντηση των τριών αρχηγών δεν κατέληξε σε αδιέξοδο. Κι αυτό δημιουργεί βάσιμες ελπίδες, με τη βοήθεια και του ΣτΕ, ότι τελικά θα βρεθεί λύση χωρίς να οδηγηθούμε σε καταστροφικές για τη δεδομένη συγκυρία εκλογές. Ακόμα καλύτερα με το να μπουν τα ζητήματα λειτουργίας της κυβέρνησης στο τραπέζι μπορεί να οδηγηθούμε σε ένα πιο αποτελεσματικό και λειτουργικό σχήμα. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Γιατί ένας μίζερος συμβιβασμός θα έχει ημερομηνία λήξης. Το ζητούμενο είναι μια δυναμική επανεκκίνηση. Και βέβαια οι τρεις αρχηγοί να μάθουν από τα λάθη τους για να μην τα επαναλάβουν.
Πρώτο λάθος να πάψουν να γίνονται αιχμάλωτοι της ρητορείας τους. Κι αυτό είχε αρχίσει να διαφαίνεται καιρό τώρα κυρίως από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Προσπαθούσαν αγωνιωδώς να κάνουν διακριτή την παρουσία τους τραβώντας κόκκινες γραμμές και θέτοντας όρους και το μόνο που πετύχαιναν είναι να δυσκολεύουν τη ζωή τόσο της κυβέρνησης όσο και τη δική τους.
Αυτή τη φορά ο πρώτος που έπεσε στην παγίδα ήταν ο κ. Αντώνης Σαμαράς. Eκανε μια αλαζονική και επιπόλαιη κίνηση - αντιπερισπασμό στην αποτυχία της Gazprom χωρίς να υπολογίσει τις παρενέργειες. Ακόμα χειρότερα, την παρουσίασε ως τη λυδία λίθο των μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα κάθε συμβιβασμός να φαίνεται σαν ταπεινωτική υποχώρηση... Τον ακολούθησαν με ενθουσιασμό οι δύο εταίροι. Είναι ενδεικτικό ότι το βράδυ της Τρίτης στελέχη των δύο κομμάτων υποστήριζαν ότι το πρόβλημα που δημιουργήθηκε δεν ήταν τέτοιο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης. Την επόμενη ημέρα άλλωστε αναζητούσαν συμβιβαστική λύση με το προσωρινό άνοιγμα της ΕΡΤ.
Δύο ημέρες αργότερα η στάση τους άλλαξε άρδην, έφτασαν μάλιστα να λένε πως δεν κάνουν πίσω ακόμα κι αν αυτό σημαίνει εκλογές. Είναι προφανές ότι είχαν υποκύψει στην πλειοδοσία της αδιαλλαξίας.
Το δεύτερο μεγάλο λάθος ήταν η στρεβλή αντίληψη που έχουν οι εταίροι για το πώς λειτουργεί μια κυβέρνηση συνεργασίας. Κατ' επανάληψη, για παράδειγμα, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αμφισβήτησαν πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος του. Οσο σωστό όμως είναι ότι πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο αλληλοσυνεννόησης άλλο τόσο σωστό είναι ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργήσει αν κάθε της απόφαση αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης. Πόσω μάλλον όταν το ζητούμενο είναι η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα.
Με άλλα λόγια σε μια κυβέρνηση συνεργασίας υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο, συμφωνούνται ίσως ορισμένοι συγκεκριμένοι στόχοι και από εκεί και πέρα λειτουργεί αυτόνομα και ελέγχεται από τη Βουλή.
Αυτό μας οδηγεί στο τρίτο λάθος, στην παντελή απουσία δηλαδή πολιτικών προτάσεων πέραν του Μνημονίου. Τι θα μπορούσε να είναι αυτές; Να επέμεναν, για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ να βγει ένα κονδύλι 2 δισεκατομμυρίων ώστε να αντιμετωπιστεί το μέγα σκάνδαλο της εποχής μας: η εγκατάλειψη της συντριπτικής πλειονότητας των ανέργων χωρίς την παραμικρή βοήθεια.
Πώς θα βρισκόταν το κονδύλι αυτό; Θα ήταν δουλειά του κ. Στουρνάρα, ο οποίος και θα είχε την ευθύνη να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις και τις μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου. Θα έβαζαν έτσι τη σφραγίδα τους στο κυβερνητικό έργο χωρίς να παρακωλύουν τη λειτουργία της κυβέρνησης.
Αντ' αυτού υπέγραψαν ένα εξωπραγματικό πλαίσιο συνεργασίας, ένα είδος προοδευτικού φερετζέ, το οποίο μετέτρεψαν σε «κουρελόχαρτο» την επομένη. Και περίμεναν ότι σε κάθε δύσκολη κυβερνητική απόφαση θα μπαίνει και ολίγος αριστερός μαϊντανός για να είναι όλοι ικανοποιημένοι. Ε, λοιπόν, έτσι δεν κυβερνιέται μια χώρα!

ΕΘΝΟΣ 18/6/13