Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012


Δυο ακόμα υδραίικες εξεγέρσεις.

Για την πρώτη και το κάψιμο του στόλου το 1831 γράφηκαν αρκετά τις ημέρες αυτές. Διαβάζοντας τυχαία στις διακοπές μου τις ιστορικές αναμνήσεις του Ν.Δραγούμη έπεσα πάνω στην ακόλουθη αναφορά του για το πώς ο «γενναίος Κανάρης» αναφέρθηκε στο περιστατικό: « Εν Πόρω 1/13 Αυγούστου 10 ½ ώρας προ μεσημβρίας. Ο Μιαούλης  παρέδωκεν εις τας φλόγας την «Ελλάδα» και την κορβέτταν η «Ύδρα» . Είθε παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαρωτάτης εις αιώνιον ανάθεμα».

Για το ίδιο περιστατικό ο Δραγούμης αναφέρεται στον Αντώνιο Κριεζή:
«Και ο Κριεζής δε ο μετά Μιαούλην απελθών εις κυρίευσιν της «Ελλάδος» έλεγεν ότι , καθ όσον αυτός εγίγνωσκε, διαταγαί περί πυρπολήσεως του στόλου δεν είχον δοθή εξ Ύδρας και τούτου ένεκα απέκρουσε την πρότασιν του ναυάρχου, αντιπροτείνας μόνου του πηδαλίου την αφαίρεσιν. Αλλ ο ναύαρχος, προσέθετο, συνηθισμένος να νικά, έβλεπε δυσανασχετών ότι έμελλε να νικηθή υπό των κυβερνητικών δυνάμεων και δια τον λόγον τούτον έλαβε την εσχάτην εκείνην απόφασιν.»

Ο Μιαούλης πάντως ένα χρόνο αργότερα έχει μεταμεληθεί και εξομολογείται στον Σ.Τρικούπη «ούτινος ετίμα εξαιρέτως την σύνεσιν» ότι «αν σε είχα σιμά μου εις Πόρον να με συμβουλεύσης όταν απεφάσισα να καύσω την φρεγάδαν, δεν θα την έκαια».

1838

Η δεύτερη εξέγερση της Ύδρας σημειώθηκε το 1838, αυτή τη φορά επειδή αντιδρούσαν «εις τον περί στρατιωτικής απογραφής νόμον». Το όλο περιστατικό πρέπει να είχε και στοιχεία οπερέτας σε κάθε περίπτωση η κρίση ξεπεράστηκε ειρηνικά με την παρέμβαση του Κριεζή. Έμεινε το μάλλον μελοδραματικό «ασματιον, όπερ συντεθέν τότε εψάλλετο κοινώς εν τη νήσω εκείνη»: 
-----------
«Θρήνησε καημένη μάνα, που με γράψαν τακτικό,
Δεν ελπίζω εις τον κόσμον πλέον να σε ξαναϊδώ.
Κλαύσε την παλληκαριά μου, ότι πλιά δεν θα με ιδής.
Ουρανέ μην το βαστάξης, ρίψε κεραυνούς ευθύς
Ν αποδείξεις πως βεβαίως εθυσιασθήκαμεν,
Δια την ελευθερία εκατακαήκαμεν!
Ναύαρχε καπετάν Μιαούλη, η πατρίδα σε ζητεί,
Εις αυτήν την δυστυχία όπου της ακολουθεί.
Οι γενναίοι υδριώται με τα δάκρυα θρηνούν,
Αι πατρίδος εκδουλεύσεις υπεράσπισιν ζητούν.
Θυμωμένοι περπατούμεν όλοι ομοθυμαδόν
και τον θάνατον ζητούμεν μ ένα όμμα φλογερόν.
Τάφον βλέπομεν εμπρός μας, τάφον και όχι πλιά ζωήν
Και αλύπητοι ορμώμεν ως ο Άρης εις την γήν.
Κλαύσε Ύδρα ερημωμένη, από όλα τα νησιά,
παλληκάρια δεν σου μείναν για να δώσης στην σκλαβιά.
Υδριώται ξακουσμένοι, στην Ευρώπη θαυμαστοί,
Αυτοκτόνοι να γενήτε παρά σκλάβοι τακτικοί»

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012


Περί αξιοπιστίας των πολιτικών


Αν η κοινή γνώμη δεν συμφωνεί μαζί μου, τότε πρόθεσή μου είναι να την εκπαιδεύσω και όχι να συρθώ από αυτήν. Με αυτά περίπου τα λόγια αντέδρασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στα τέλη της δεκαετίας του '30, όταν του επισημάνθηκε από τους φίλους του πως η απόφασή του να κλείσει το ζήτημα των αποζημιώσεων για τις περιουσίες των προσφύγων θα είχε δυσβάστακτο πολιτικό κόστος και μάλιστα κατ' εξοχήν στη δική του εκλογική βάση.

Στον Ελευθέριο Βενιζέλο και με αφορμή την πτώχευση του 1932, αναφέρεται στο τελευταίο (ηλεκτρονικό) βιβλίο του και ο κ. Θ. Πάγκαλος. Μόνο που στο ιστορικό της «δικής μας» πτώχευσης δύσκολα θα έβρισκε παραδείγματα πολιτικών που θα ήταν αποφασισμένοι να αγνοήσουν το πολιτικό κόστος προκειμένου να εφαρμόσουν πολιτικές που θεωρούν χρήσιμες για τη χώρα. Αποτελεί αυτό τη μοναδική ερμηνεία της πτώχευσης; Ασφαλώς όχι. Ο κ. Πάγκαλος επικαλείται πληθώρα στοιχείων για να αποδείξει πως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους οφείλεται σε αλόγιστες παροχές που δόθηκαν κάτω από την πίεση των συνδικάτων και των κοινωνικών φορέων, στη σπατάλη του Δημοσίου και φυσικά στην εκτεταμένη διαφθορά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.

Είτε συμφωνεί κανείς με το «μαζί τα φάγαμε» είτε όχι -και δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει όποιος θέλει να μιλήσει με στοιχεία- το βιβλίο του κ. Πάγκαλου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Και μόνο τα παραδείγματα που παρατίθενται για την αθάνατη ελληνική ευρηματικότητα με την οποία κατακλέβουμε το Δημόσιο θα ήταν αρκετά για να δικαιώσουν την έκδοσή του. Αποτελούν την καλύτερη απάντηση σε όλους εκείνους που οχυρώνονται πίσω από τα τσιτάτα περί νεοφιλελευθερισμού για να ακυρώσουν κάθε προσπάθεια λογοδοσίας και εκσυγχρονισμού στον δημόσιο βίο.

Ταυτόχρονα το βιβλίο δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο πόσο εκτός πραγματικότητας είναι όλοι όσοι πιστεύουν ότι μπορεί να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση χωρίς μια συνολική επαναξιολόγηση αξιών και συμπεριφορών από την ελληνική κοινωνία. Οσοι υποστηρίζουν ότι μπορούμε να «πάμε σαν πρώτα» αρκεί να απαλλαγούμε από το Μνημόνιο και τις πολιτικές του, απλώς δεν θέλουν να δούνε την πραγματικότητα.

Σε ένα ερώτημα, ωστόσο, το βιβλίο δεν δίνει ικανοποιητική απάντηση - και ο κ. Πάγκαλος το ομολογεί ανοικτά: γιατί το πολιτικό μας σύστημα απέτυχε τόσο οικτρά να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον, γιατί δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε την καταστροφή με όλες τις δραματικές συνέπειες για τους ανέργους, τους συνταξιούχους αλλά και συνολικά για το πολιτικό μας σύστημα με την πρωτοφανή άνοδο ακραίων αντιδημοκρατικών στοιχείων.

Το ερώτημα δεν είναι φιλολογικό. Γιατί βέβαια ακόμα και αν δεχθούμε ότι «μαζί τα φάγαμε» αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι και μαζί θα συνεχίσουμε. Η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος είναι σε τόσο χαμηλό επίπεδο, που η σημερινή διάταξη των κομμάτων δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και για το μέλλον.

Το τι θα γίνει θα ήταν απερισκεψία να προσπαθήσει κανείς να το προβλέψει. Και υπάρχουν ασφαλώς πολλοί που πιστεύουν ότι έχει έρθει η ώρα για νέους πολιτικούς σχηματισμούς, απαλλαγμένους από τις αμαρτίες του χθες. Μπορεί να είναι κι έτσι. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες προϋποθέσεις. Η πιο σημαντική είναι ότι ένα κόμμα δεν μπορεί να δημιουργηθεί ερήμην της πολιτικής συγκυρίας. Σε μια περίοδο που η χώρα δίνει τη μάχη της οικονομικής της επιβίωσης, αυτό που κυρίως θα προσδιορίσει τη φυσιογνωμία του θα είναι η θέση που θα πάρει σε σχέση με τις προσπάθειες της κυβέρνησης των τριών κομμάτων να κρατηθούμε στο ευρώ.

Θα αποτελούσε ασφαλώς μια πολύ λεπτή άσκηση ισορροπίας για ένα νέο σχηματισμό να κατάφερνε να ήταν ταυτόχρονα «εντός και εκτός», να αποφύγει την ταύτιση δίνοντας το δικό του πολιτικό στίγμα, αλλά και να μη θεωρείται ότι υπονομεύει την κυβέρνηση. Πόσω μάλλον που η δημιουργία του θα κινδύνευε να θεωρηθεί είτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών του παρελθόντος είτε όχημα για την εκπλήρωση προσωπικών φιλοδοξιών. Αυτή τη φορά, άλλωστε, όλοι κατανοούν ότι η φιλολογία για εφεδρείες δεν έχει πια κανένα νόημα. Σε αυτή τη μάχη κανείς δεν έχει τύχη μόνος του!

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 19/8/12

Τα ρετάλια της Μεταπολίτευσης


Τριάντα οκτώ χρόνια μετά την επαναφορά της Δημοκρατίας η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να είναι διχασμένη, τόσο για το περιεχόμενο των αλλαγών που συντελέστηκαν όσο και για τη μελλοντική πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσουμε.

Με αφορμή την 38η επέτειο μάλιστα, διατυπώθηκαν δύο ριζικά διαφορετικές ερμηνείες της Μεταπολίτευσης που φυσικά συνεπάγονται και δύο διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες της σημερινής οικονομικής κρίσης.

Η πρώτη -θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε παραδοσιακή- αναφέρεται κυρίως στο πελατειακό κράτος που μέσα από τις γνωστές ρουσφετολογικές πρακτικές και τη συνακόλουθη ενθάρρυνση της διαφθοράς και της διαπλοκής, οδήγησε στην έκρηξη των δαπανών και του δημόσιου δανεισμού και τελικά στη χρεοκοπία.

Η απάντηση αν και πολιτικά δύσκολη μοιάζει σε γενικές γραμμές απλή: μείωση των δαπανών και διαρθρωτικές αλλαγές που θα κατοχυρώνουν την αξιοκρατία και τη διαφάνεια στο πολιτικό σύστημα και την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς στην οικονομία.

Μόνο που βέβαια αυτές οι αλλαγές προϋποθέτουν αλλαγή συμπεριφοράς -και νοοτροπίας- τόσο των κομμάτων όσο και των ψηφοφόρων. Γεγονός που μαζί με την αναπόφευκτη ύφεση εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τις τεράστιες αντιστάσεις της κοινωνίας στις αλλαγές που προωθούνται.

Στον αντίποδα αυτής της λογικής βρίσκεται μια προσέγγιση -δεν θα την ονομάσουμε αριστερή ή δεξιά- που αντιμετωπίζει την κρίση σαν ένα σύμπτωμα μάλλον, αν όχι πρόσχημα, για ευρύτερες αλλαγές στην κοινωνία, τις εργασιακές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας.

Στην (ακρο)δεξιά της εκδοχή ένοχη είναι η «νέα τάξη» πραγμάτων εμπλουτισμένη και με λίγο τέταρτο Ράιχ που μαζί με τους κερδοσκόπους έχουν βάλει στο στόχαστρο την Ελλάδα. Πιο επεξεργασμένη θεωρητικά, η αριστερή εκδοχή βλέπει μια πρόθεση ιδιωτικοποίησης του κράτους και απαξίωσης της εργασίας -«αναζητούνται λευκοί Κινέζοι» είναι μια χαρακτηριστική φράση- με αποτέλεσμα το μέσα ή έξω από την Ευρώπη να θεωρείται ψευτοδίλημμα. Το πραγματικό ερώτημα, μας λένε, είναι το ποια Ευρώπη θέλουμε, με λογική συνέπεια ότι αν δεν μας αρέσει η σημερινή «νεοφιλελεύθερη» Ευρώπη τότε δεν έχουμε λόγο και να συμμετέχουμε.

Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχει ασφαλώς ψήγματα αλήθειας εμπεριέχει όμως και ανυπέρβλητες αντιφάσεις. Την ώρα, για παράδειγμα, που το κοινωνικό κράτος στις δυτικές κοινωνίες πράγματι υφίσταται πιέσεις -σε μεγάλο βαθμό λόγω των δημογραφικών δεδομένων- στην πατρίδα του νεοφιλελευθερισμού πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις με την επέκταση της ασφάλισης σε δεκάδες εκατομμυρίων Αμερικανών. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ο Σόιμπλε αντί να αποζητεί «λευκούς Κινέζους» μιλάει για αυξήσεις στις αποδοχές των Γερμανών εργαζομένων της τάξεως του 6%!

Το κύριο πρόβλημα αυτής της προσέγγισης, ωστόσο, είναι η άρνησή της να αναγνωρίσει την (θλιβερή) πραγματικότητα: η Ελλάδα για μια ακόμα φορά στην Ιστορία της έχει χρεοκοπήσει.

Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό βιβλιαράκι («Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του κ. Ν. Σοϊλεντάκη), το οποίο θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει σαν κουδούνι συναγερμού αν είχε εκδοθεί νωρίτερα και αν φυσικά το είχαν διαβάσει όσοι ασχολούνται με τα δημόσια. Διαβάζοντας για την πτώχευση του 1932 έχει κανείς την αίσθηση ότι ζει την Ιστορία ξανά -και τότε μειώσεις μισθών και απολύσεις και τότε βαρύτατες κατηγορίες από τον Τύπο, ακόμα και την δολοφονία του Βενιζέλου ενθάρρυναν- ενδεχομένως μάλιστα με χειρότερες προϋποθέσεις, καθώς είχαμε την ευχέρεια της άσκησης αυτόνομης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής.

Εχει ενδιαφέρον ότι σε εκείνες τις συνθήκες και με τα μέτρα που ελήφθησαν για την ενίσχυση της παραγωγής -«θερμοκηπική ατμόσφαιρα ζωηράς βιομηχανικής αναπτύξεως» τα είχε χαρακτηρίσει ο Ξ. Ζολώτας- η οικονομία ανέκαμψε με εντυπωσιακή ταχύτητα σε διάστημα ενός χρόνου. Κάτι τέτοιο φυσικά θα ήταν αδύνατον να επαναληφθεί σήμερα. Επιμένοντας ωστόσο να μην αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα της πτώχευσης και επικαλούμενοι κάθε είδους ιδεολογικά προσχήματα, καταφέρνουμε να παρατείνουμε και να οξύνουμε την κρίση. Ακόμα χειρότερα θέλοντας να υπερασπιστούμε τα κεκτημένα στην πραγματικότητα συντηρούμε τις αιτίες που μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο.

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 5/8/12


Το ελληνικό «Catch 22»


Ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων η επιτυχία του προγράμματος σταθεροποίησης προϋποθέτει μεγάλες δόσεις αισιοδοξίας και πίστη στη μακροβιότητα του εγχειρήματος ευρώ. Στις σημερινές συνθήκες τίποτα από τα δύο δεν είναι δεδομένο.

Σε έναν ιδεατό κόσμο η στρατηγική μιας κυβέρνησης που θέλει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Ευρώπη και να παραμείνει στο ευρώ θα ήταν να προχωρήσει με τους ταχύτερους δυνατούς ρυθμούς τις περικοπές και τις διαρθρωτικές αλλαγές, ελπίζοντας ότι στον ορίζοντα μιας διετίας η κατάσταση στην οικονομία θα είχε σταθεροποιηθεί. Εχοντας να εμφανίσει θετικά αποτελέσματα θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα επιβιώσει πολιτικά και ότι δεν θα αποτελέσει το προοίμιο στον κ. Τσίπρα και στην κυριαρχία των δυνάμεων της δραχμής.

Στον δρόμο φυσικά θα ανακάλυπτε ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Το πρόγραμμα για παράδειγμα προϋποθέτει έσοδα από αποκρατικοποιήσεις μερικών δεκάδων δισ., που κανείς ρεαλιστικά δεν θεωρεί εφικτές. Προϋποθέτει επίσης ότι η Ελλάδα θα μπορεί από το 2015 και μετά να δανείζεται στις διεθνείς αγορές, προοπτική που σήμερα, με τις συνθήκες μάλιστα που επικρατούν στην Ευρωζώνη και τα προβλήματα στην Ισπανία και την Ιταλία, μοιάζει επιεικώς αμφίβολη.

Η Ελλάδα με άλλα λόγια θα χρειαστεί και μετά το τέλος του προγράμματος στήριξη -και πρόσθετα δανεικά- από την Ευρώπη, προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ. Ελπίζουμε ότι θα την έχουμε. Οποιος παρακολουθεί ωστόσο τις σφοδρές αντιδράσεις που προκαλεί στα εθνικά κοινοβούλια των χωρών του Βορρά κάθε καινούργια πρόταση για μια συνολική αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους δικαιούται να ανησυχεί. Οχι μόνο για την Ελλάδα αλλά συνολικά για τις προοπτικές της Ευρωζώνης.

Κι αυτά σε έναν ιδεατό κόσμο. Στον υπαρκτό κόσμο της πολιτικής κάθε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιδιώκει συμβιβασμούς και να κρατά στοιχειώδεις ισορροπίες με κοινωνικές ομάδες που θίγονται. Ιδίως όταν έχει απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση έτοιμη να προσφέρει στέγη σε κάθε συντεχνία, έτοιμη να αναγορεύσει σε «στρατηγικής» σημασίας τη βιομηχανία ζάχαρης για να φανεί αρεστή στους συνδικαλιστές, ανίκανη ακόμα και τη φοροδιαφυγή να καταδικάσει αν δεν προσθέσει τον επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη» προφανώς για να μην αισθανθεί κανένας «μικρομεσαίος» ψηφοφόρος απειλούμενος.

Οι συνεχείς αναφορές στην «επαναδιαπραγμάτευση», η αγωνιώδης αναζήτηση «ισοδύναμων» μέτρων και η παντελής αδυναμία πολλών υπουργών να βρουν περιοχές σπατάλης στα υπουργεία τους ή να προτείνουν σοβαρά μέτρα εξοικονόμησης -τέτοια δηλαδή που θα είχαν πιθανότητες να γίνουν αποδεκτά από την τρόικα- αντανακλά αυτήν ακριβώς την προσπάθεια να διατηρηθούν ισορροπίες με την κοινωνία.

Ετσι όμως η κυβέρνηση κινδυνεύει από το σύνδρομο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Να ακολουθεί δηλαδή ταυτόχρονα δύο αλληλοσυγκρουόμενες και πολιτικά αντιφατικές στρατηγικές, να παίρνει μέτρα και στην πράξη η ίδια να τα ακυρώνει, να υπονομεύει την αποτελεσματικότητά της και τελικά να υπονομεύει την αξιοπιστία της.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εκλογική επιτυχία των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον φόβο της εξόδου από το ευρώ και μιας ενδεχόμενης άτακτης χρεοκοπίας ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι η πολιτική αυτή έχει εξαιρετικά χαμηλή απήχηση στους νέους ψηφοφόρους.

Υπάρχει άραγε κάποια ιδανική ισορροπία, μια χρυσή συνταγή μέτρων που μπορεί να πετύχει και την παραμονή της χώρας στο ευρώ, αλλά και να διασώσει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης ή μήπως είναι προτιμότερη μια δυναμική φυγή προς τα εμπρός με την ελπίδα ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά και οι δυνάμεις της ευθύνης θα επικρατήσουν;

Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι κατ’ εξοχήν το ερώτημα αυτό απασχολεί ή θα πρέπει να απασχολεί τις κομματικές ηγεσίες των τριών εταίρων της διακυβέρνησης. Οχι δηλαδή το πώς θα εφαρμόσουν απλώς το Μνημόνιο, αλλά το πώς θα διαμορφώσουν μια συνολική φιλοευρωπαϊκή στρατηγική νίκης την ώρα μάλιστα που η συνοχή της Ευρωζώνης δοκιμάζεται και οι φωνές αμφισβήτησης της παραμονής της Ελλάδας ενισχύονται.

Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Το αντίθετο. Κι ίσως να ισχύει και για τη δική μας περίπτωση η εκτίμηση του Αγγλου σχολιαστή. Είναι τρελός, έγραφε, όποιος πιστεύει ότι με αυτά τα μέτρα μπορεί να σωθεί το ευρώ. Θα ήταν περισσότερο τρελός αν δεν προσπαθούσε!

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 22/7/12