Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013


Τα συμφέροντα πνίγουν το ΕΣΥ



Ενας από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της μεταπολίτευσης είναι ότι η υγεία πάσχει επειδή δεν υπάρχουν λεφτά. Κι όμως λεφτά υπάρχουν - ή τουλάχιστον υπήρχαν έως το 2010: η Ελλάδα ξόδευε στην υγεία ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με το εισόδημά της στον κόσμο - σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Τα χρήματα αυτά, όμως, σπαταλιούνται και γίνονται κέρδη για το παραϊατρικό κατεστημένο. Μπορεί, μάλιστα, κανείς να ισχυριστεί ότι η έκρηξη στις ιατροφαρμακευτικές δαπάνες συνέβαλε καθοριστικά στη σημερινή χρεοκοπία της χώρας.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Στη δεκαετία του '80, όταν ξεκινούσε το ΕΣΥ, ξοδεύαμε περίπου το 6% του ΑΕΠ για την υγεία, την ώρα που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν κοντά στο 7%. Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000 φτάσαμε να ξοδεύουμε το 9,5% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν στο 9%. Ενώ, όμως, στη δεκαετία του '80 η αύξηση των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του μέσου όρου ζωής του Ελληνα, την τελευταία δεκαετία, τα λεφτά ξοδεύονται χωρίς κάποιο ορατό θετικό αποτέλεσμα.
Τριάντα χρόνια μετά τη γέννησή του, μπορεί κανείς να πει ότι το ΕΣΥ ήταν ίσως η πιο σημαντική και πιο ανθεκτική θεσμική μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είναι και ο μεγάλος ασθενής. Οι πολίτες εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ οι γιατροί διαμαρτύρονται για τις συνθήκες εργασίας και τους όρους κάτω από τους οποίους αναγκάζονται να παρέχουν την ιατρική φροντίδα.
Το παράδοξο είναι, όπως σημειώνει ένας από τους πρωτεργάτες του συστήματος, ο κ. Αρης Σισσούρας, στο βιβλίο του «Τα μετέωρα βήματα του ΕΣΥ», ότι οι ίδιες ακριβώς διαπιστώσεις και οι ίδιες προτάσεις για την αναβάθμισή του γίνονται από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του. Μέχρι και σήμερα, ωστόσο, παραμένουν γράμμα κενό.
Οι λόγοι πολλοί. Ο κυριότερος, όμως, είναι ότι οι ίδιοι οι φορείς της μεταρρύθμισης αντιδρούν. Αντί να σχηματιστεί μια συμμαχία για την αναβάθμιση του ΕΣΥ, έχουν επικρατήσει στενά και συχνά λάθος εννοούμενα συμφέροντα.
Οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους και οι εκπρόσωποί τους -τα ασφαλιστικά ταμεία- προτάσσουν συντεχνιακές αντιλήψεις αντιδρώντας, για παράδειγμα, στην ενοποίηση των κλάδων υγείας και επιδιώκοντας ο καθένας να διατηρήσει τα δικά του προνόμια.
Οι γιατροί πάλι -το πρωτοπόρο κίνημα των γιατρών που στήριξαν τη δημιουργία του ΕΣΥ το χαρακτηρίζει ο κ. Σισσούρας- απέσυραν στην πλειονότητά τους τη στήριξή τους. Αλλοι γιατί οι συνθήκες λειτουργίας τούς απογοήτευσαν, άλλοι, ωστόσο, επειδή αξιοποιούν τις δυσλειτουργίες του ΕΣΥ για δικό τους οικονομικό όφελος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 36% των ασθενών δηλώνει ότι πλήρωσε φακελάκι, ενώ το συνολικό ποσό που καταβάλλεται παράνομα είναι της τάξεως των 200 εκατομμυρίων ευρώ.
Παράλληλα με τις ομάδες αυτές υπάρχουν, βέβαια, και οι ομάδες «πίεσης και συμφερόντων» -οι εκπρόσωποι της ιατρικής και φαρμακευτικής βιομηχανίας- που λειτουργούν σε συνδυασμό με «εσωτερικές» ομάδες του ΕΣΥ, κυρίως δηλαδή γιατρούς.
Σε ακραίες περιπτώσεις, τα αποτελέσματα αυτής της σύμπλευσης μπορεί να εκδηλώνονται με τα σκάνδαλα που έρχονται στο φως με τις υπερτιμολογήσεις, για παράδειγμα, των ορθοπεδικών υλικών. Ενα πιο σοβαρό στοιχείο που σημειώνει, ωστόσο, ο κ. Σισσούρας είναι ότι κάτω από το πρόσχημα της «ιατρικής αυτονομίας» διαπιστώνει κανείς την «επικράτηση και δράση των συμφερόντων πάνω στις πολιτικές υγείας και στη διαχείριση των προμηθειών».
Ο ανορθολογικός τρόπος αξιοποίησης των δαπανών για την υγεία, αλλά και η έκρηξη του κόστους της περίθαλψης είναι οι αψευδείς μάρτυρες αυτής της αμαρτωλής σύμπλευσης. Οι αριθμοί είναι και πάλι αμείλικτοι. Η συνολική δαπάνη για την υγεία από τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ το 2000 εκτοξεύτηκε στα 22 δισεκατομμύρια το 2007, ενώ η δαπάνη για φάρμακα από τα 2 δισεκατομμύρια στα 5,5 δισεκατομμύρια - χωρίς, φυσικά, να γίνουμε πιο υγιείς. Πάρτι κανονικό. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εντεταλμένοι από την πολιτεία φύλακες όχι μόνο δεν είχαν γνώση, αλλά έκαναν συνειδητά τα στραβά μάτια.
Οσο για την πολιτική ηγεσία έχει αποδειχθεί και αυτή αναποτελεσματική. Η «πολιτική βούληση» για την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων συνήθως απουσιάζει. Οταν και όποτε υπάρχει, αποδεικνύεται περιορισμένης διάρκειας, καθώς υπερισχύει ο φόβος ανάληψης του πολιτικού κόστους. Αλλες φορές πάλι, τα οικονομικά επιτελεία υιοθετούν μια στενόμυαλα προσέγγιση -για παράδειγμα στην προώθηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας- μην αναγνωρίζοντας ότι η βραχυπρόθεσμη αύξηση των δαπανών θα οδηγούσε μεσοπρόθεσμα σε σημαντική εξοικονόμηση.
Ο παράγοντας, ωστόσο, που περισσότερο αξίζει να μας προβληματίσει είναι η στάση των «προοδευτικών» δυνάμεων και των αντιπροσώπων τους. Οπως τονίζει ο κ. Σισσούρας, οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται «ιδεολογικά και αξιακά» έχουν καθαρά προοδευτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Αντιμετωπίζονται εχθρικά, ωστόσο, από τις δυνάμεις της Αριστεράς που και σε αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται ότι στηρίζουν τη συντεχνιακή ακινησία!
Και όλα αυτά συνέβησαν σε μια περίοδο ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος, στη διάρκεια του οποίου οι δημόσιες δαπάνες και οι δαπάνες για την υγεία αυξάνονταν. Σήμερα, όμως; Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η μεταρρύθμιση; Μόνο κάτω από την πίεση της τρόικας και με μεγάλο μέρος της κοινωνίας και των γιατρών απέναντι; Υπάρχει πολιτική βούληση; Αν ναι, αρκεί; Είναι προφανές ότι το παιχνίδι δεν θα κριθεί πια μόνο στον τομέα της υγείας.

Χάνουμε τρία χρόνια ζωής

Πόσο μας κοστίζει η σπατάλη των πόρων για την υγεία; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, περισσότερο από τρία χρόνια στο προσδόκιμο επιβίωσης. Και αυτό θα μπορούσαμε να το έχουμε επιτύχει αν τα επίπεδα αποδοτικότητας των υπηρεσιών δεν είχαν υποχωρήσει τόσο δραματικά τη δεκαετία του 2000. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1990 η Ελλάδα ήταν μεταξύ της 3ης και της 5ης θέσης στον ΟΟΣΑ ως προς την αποδοτικότητα του συστήματος υγείας, το 2006 υποβιβάστηκε μεταξύ της 12ης και 18ης θέσης!

ΕΘΝΟΣ 15/3/13

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου