Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013


Εχουμε χάσει τον δρόμο...



Τη Μάνη τη γνώρισα πρώτη φορά μέσα από το ομώνυμο βιβλίο του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Την επισκέφθηκα λίγα χρόνια μετά, τέλη της δεκαετίας του '70, κι ένιωσα τη μαγεία της, τη λιτότητα και τη σκληράδα του τοπίου και των ανθρώπων, την ιστορία, την αναπάντεχη φύση του Ταΰγετου.
Βρέθηκα ξανά στη Μάνη το Σαββατοκύριακο. Παρότι την είχα επισκεφθεί και άλλες φορές, για κάποιον λόγο στο μυαλό μου έκανα τη σύγκριση με εκείνη την πρώτη φορά. Καμία σχέση. Τότε τρώγαμε σε ένα τραπεζάκι στον δρόμο, κάτω από τη λάμπα της ΔΕΗ. Σήμερα μιλάς για μια αναπτυγμένη τουριστική βιομηχανία υψηλού επιπέδου, με επενδύσεις εκατομμυρίων πολλές από ντόπιους - νέα παιδιά που έχουν αλλάξει την εικόνα του τόπου χωρίς την καταστροφή που συνήθως φέρνει ο μαζικός τουρισμός.
«Αλίμονο αν διαμαρτυρόμαστε κι εμείς» ήταν η φράση που άκουσα συχνά. Κι όσο κι αν σίγουρα πολλοί θα περνάνε δύσκολα, καμιά περιοχή άλλωστε δεν έμεινε ανέγγιχτη από την κρίση, εξακολουθεί να είναι αλήθεια ότι για να μαζέψουν τις ελιές πρέπει να καταφύγουν σε αλλοδαπούς εργαζομένους.
Δεν ξέρω με ποια κριτήρια θα πρέπει να αποτιμήσουμε τη μεταπολίτευση. Οποιον πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό δείκτη και αν χρησιμοποιήσουμε ωστόσο -το πραγματικό εισόδημα, τη μόρφωση, την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, την ελευθερία έκφρασης, την πολιτική ομαλότητα-, η μεταπολίτευση υπήρξε η χρυσή τριακονταετία του νεοελληνικού κράτους. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί.
Είναι αλήθεια ότι το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο στηρίχθηκε η ευημερία μας είχε φτάσει στα όριά του. Στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στα δανεικά, αυτό όμως δεν αναιρεί την πραγματική οικονομική πρόοδο που επιτεύχθηκε. Στις αρχές της δεκετίας του 2000 είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε ομαλά τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο μέσα από μια πολιτική μεταρρυθμίσεων. Σπαταλήσαμε όμως το φτηνό χρήμα που μας προσφέρθηκε λόγω της ένταξης στο ευρώ, σε μια αλόγιστη επέκταση της κατανάλωσης. Σήμερα είμαστε σε σταυροδρόμι.
Θα πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε στον δρόμο που χαράξαμε όλη αυτή την τριακονταετία ή αν πρέπει να αλλάξουμε πορεία. Να αποφασίσουμε αν ήταν λάθος ο δρόμος ή αν εμείς τον χάσαμε. Κι όπως φαίνεται, δηλώνουμε βαθιά διχασμένοι.
Είμαστε όμως στ' αλήθεια; Ο πειρασμός να τ' αλλάξουμε όλα είναι μεγάλος. Η ανατροπή είναι ένα εύκολο σύνθημα και μια διέξοδος για την οργή που ταυτόχρονα μας επιτρέπει να αποφύγουμε να δούμε τα δικά μας λάθη.
Ολα τα στοιχεία ωστόσο συνηγορούν ότι στην πραγματικότητα δεν θέλουμε να αλλάξει τίποτα, θέλουμε να συνεχίσουμε όπως ήμασταν και μάλιστα -με εντυπωσιακά ποσοστά αποδοχής- μέσα στη «σιγουριά» του ευρώ. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει αν εμείς δεν αλλάξουμε.
Γράφοντας για την Ελλάδα που αλλάζει πριν από αρκετές δεκαετίες, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ιστορικούς, ο Γουίλιαμ Μακνίλ, σημείωνε ότι η απότομη μετάβαση στη σύγχρονη εποχή, κινδυνεύει να δημιουργήσει έναν «πληθυσμό αμοραλιστών», ένα πλήθος «αδίστακτων εγωιστών με ελάχιστες ηθικές αρχές αλλά με πολλές απαιτήσεις», που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική αναταραχή (Aπό το «Athens Review of books»).
Σε ανάλογο κλίμα, στο προχθεσινό «Εθνος της Κυριακής» ο Πέτρος Μάρκαρης σημείωνε ότι «επιστρέφουμε στη φτώχεια χωρίς τις αξίες της φτώχειας», για να προσθέσει ότι μόνο αν παραδεχθείς τη φτώχεια μπορείς να παλέψεις για να την ξεπεράσεις και να αντέξεις. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ωστόσο ότι στο Μνημόνιο περιλαμβάνονται μαθήματα αυτογνωσίας.

ΕΘΝΟΣ 27/3/13

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου