Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012


Bία, το νέο πολιτικό όπλο



Στη δεκαετία του '70 ο μαρξιστής ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ, αναγνωρίζοντας την εισβολή της βίας στις σύγχρονες κοινωνίες, είχε υποστηρίξει ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί ένας «κώδικας» για την κοινωνική χρήση της βίας. Και εξηγούσε ότι μια γενική, ηθική καταδίκη της βίας, όπως υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι, κινδυνεύει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα: Να δημιουργήσει πολίτες τόσο στην άκρα Δεξιά όσο και στην άκρα Αριστερά, που θεωρούν ότι κάθε μορφή βίας είναι καλή. «Η χειρότερη μορφή βίας», κατέληγε, «είναι η ανεξέλεγκτη βία». Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα, εκεί βρισκόμαστε σήμερα.
Η βία έχει μπει πια για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Από τη βία στα γήπεδα έως τη βία στις πορείες με τις μολότοφ και το κάψιμο των μαγαζιών. Από τον προπηλακισμό πολιτικών έως τον ξυλοδαρμό μεταναστών και την καταστροφή των πάγκων τους στις λαϊκές. Και είναι φανερό πως για μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων κάποιες μορφές της είναι πια αποδεκτές, αν όχι επιθυμητές.
Η αποδοχή αυτή, μάλιστα, εκφράζεται πια και από κοινοβουλευτικά κόμματα. Γιατί είναι η πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση που η βία με τόσο ρητό τρόπο γίνεται αποδεκτή ως πολιτική μέθοδος, ως όπλο στην πολιτική αντιπαράθεση. Η ωμή βία, που μάλιστα εκθειάζεται από τη Χρυσή Αυγή σαν μέσο καθυπόταξης των αντιπάλων της. Αλλά και η σχετικά πιο ήπια βία, που εκδηλώνεται ως «αυθόρμητη» διαμαρτυρία και γίνεται αποδεκτή από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτή, όμως, υπηρετεί τον ίδιο πολιτικό σκοπό. «Να μην μπορούν (οι πολιτικοί του Μνημονίου) να βγουν από τα σπίτια τους», όπως παρότρυνε τους πολίτες γνωστός καλλιτέχνης με αριστερές περγαμηνές.
Ο πρώτος πολιτικός που δημόσια άφησε υπονοούμενα για το πώς η Αριστερά χρησιμοποίησε τη βία σαν προεκλογικό όπλο εναντίον του ΠΑΣΟΚ είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος. Ο οποίος έθεσε το ερώτημα γιατί μετά τις εκλογές τα περιστατικά των προπηλακισμών ουσιαστικά σταμάτησαν. Απάντηση δεν έχει πάρει.
Με αυτή την έννοια η περίφημη συζήτηση για τα «δύο άκρα», για το αν δηλαδή η δεξιά βία είναι ίδια με την αριστερή βία, δεν είναι παρά μια συζήτηση για την κωδικοποίηση της βίας ή, αν το δούμε από την αντίθετη πλευρά, μια συζήτηση που έχει ως στόχο να κάνει αποδεκτές κάποιες μορφές βίας. Για όποιον, όπως ο γράφων, κάθε μορφή βίας είναι απαράδεκτη, πρόκειται για έναν ολισθηρό κατήφορο χωρίς προβλέψιμο τέλος.
Ο Μιχάλης Μητσός στο βιβλίο του «Η βία», στο οποίο πέντε δημοσιογράφοι αποτολμούν μια πρώτη ανάλυση του φαινομένου στην Ελλάδα, μεταφέρει χαρακτηριστικά μια πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση της πολιτικής φιλοσόφου Χάνα Αρεντ. Εφόσον το τελικό αποτέλεσμα των ανθρώπινων πράξεων δεν μπορεί να προβλεφθεί, υποστηρίζει η Αρεντ, «τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξιν πολιτικών στόχων έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον μελλοντικό κόσμο απ' ό,τι οι επιδιωκόμενοι στόχοι».
Το έδαφος, πάντως, για την κοινωνική αποδοχή της βίας έχει προετοιμαστεί καλά τα τελευταία χρόνια και μάλιστα πολύ πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση. Στο ίδιο βιβλίο ο Πάσχος Μανδραβέλης επισημαίνει μια σειρά από διαστροφές του πολιτικού λόγου -κυρίως από την πλευρά της Αριστεράς-, που ουσιαστικά νομιμοποιούν παράνομες συμπεριφορές, «από τις καταστροφές στα πανεπιστήμια μέχρι την τρομοκρατία». Από το «νόμος είναι το δίκιο του εκάστοτε θιγόμενου» έως το ότι «τα εγκλήματα είναι πολιτικά». Και από συνθήματα όπως «η χούντα δεν τελείωσε το '73» έως την ανακάλυψη της «συμβολικής» βίας ή την εξίσωση της βίας του δρόμου με τη «βία» του νόμου.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια. Η Τζίνα Μοσχολιού επισημαίνει και τον ρόλο του τηλεοπτικού λόγου ή τον λόγο του δημοσιογράφου-αστέρα που χαϊδεύει το κοινό του. Η βία έχει μπει πια στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Δεν υπάρχουν μέτρα, επισημαίνει χαρακτηριστικά, αλλά σκληρά μέτρα. Δεν υπάρχει χρέος, αλλά δυσβάστακτο χρέος. Και, βέβαια, όλοι ζούμε διαρκώς ένα «κοινωνικό ολοκαύτωμα».
Εχουν ευθύνες και τα κόμματα εξουσίας; Η Ξένια Κουναλάκη πιστεύει ότι η επιχείρηση «νόμος και τάξη», που ξεκίνησε από τον κ. Χρυσοχοΐδη και ουσιαστικά συνεχίστηκε από τον κ. Δένδια, παίζει ουσιαστικά το παιχνίδι της Χρυσής Αυγής. Μόνο που, βέβαια, υπάρχει και η αντίθετη άποψη. Γιατί είναι ακριβώς η απουσία πολιτικής για το Μεταναστευτικό και η αίσθηση εγκατάλειψης και ανομίας σε πολλές συνοικίες του κέντρου της Αθήνας, που οδήγησαν στην άνθηση της Χρυσής Αυγής.
Η σύμπτωση των άκρων...
Είναι ίδια η αριστερή με τη δεξιά βία; Εχει νόημα να μιλάμε για τις ευθύνες των δύο άκρων; Ή μήπως έτσι οδηγούμαστε σε έναν «ρελατιβισμό» που εντέλει νομιμοποιεί τη βία της Χρυσής Αυγής; «Δεν υπάρχει καλύτερη υπηρεσία προς τη Χρυσή Αυγή από την ταύτιση της δράσης της με τις όποιες παραβατικές δράσεις του άλλου άκρου», υποστηρίζει ο Δ. Ψαρράς στο βιβλίο του για τη μαύρη βίβλο της οργάνωσης. Και πράγματι το βιβλίο -ένα οδοιπορικό στις ίντριγκες, τις προδοσίες, τη ναζιστική ιδεολογία και την εγκληματική δράση των Ελλήνων φασιστών- είναι από μόνο του ένα ισχυρό επιχείρημα εναντίον μιας τέτοιας ταύτισης.
Ποια μεγαλύτερη ταύτιση ωστόσο -και απόλυτη δικαίωση της βίας- από τις συμπλοκές στον δρόμο αντιφασιστών με φασίστες; Και πώς αλλιώς υπερασπίζεσαι τη Δημοκρατία παρά υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα; Μπροστά στον νόμο η βία είναι εξίσου παράνομη, είτε είναι μαύρη είτε είναι κόκκινη!

ΕΘΝΟΣ 16/12/12

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου