Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012



Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑΣ;




Οταν διασχίζεις τον δρόμο, προσέχεις να μη σε πατήσουν τα αυτοκίνητα. Δεν σκέφτεσαι αν το τσιγάρο που καπνίζεις θα σου προκαλέσει καρκίνο. Το επιχείρημα αυτό επικαλούνται σήμερα ορισμένοι, όπως ο κ. Μ. Χρυσοχοΐδης, για να υπογραμμίσουν την ανάγκη συσπείρωσης όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων σε ένα κοινό μέτωπο που θα διασφαλίσει την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Και είναι αλήθεια ότι η συνεργασία αυτών των δυνάμεων είναι απαραίτητη για να ξεπεράσουμε την κρίση. Αυτό, άλλωστε, μαρτυρά και η συγκρότηση της κυβέρνησης με την υποστήριξη των τριών κομμάτων, που βέβαια έχουν ριζικά διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες.
Σημαίνει, όμως, αυτό ότι έχουν καταργηθεί οι ιδεολογικές διαφορές; Οτι η διάκριση Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς έχει χάσει το νόημά της; Οτι θα πρέπει να αποδεχθούμε την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και του πολιτικού σκηνικού όπως το ζήσαμε στη Μεταπολίτευση;
Αυτό στην πραγματικότητα επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Πίσω από τον παραπλανητικό αφορισμό για δήθεν ενιαία «νεοφιλελεύθερη» πολιτική αλλά και την ομαδοποίηση των «μνημονιακών» δυνάμεων, θέλει να διεκδικήσει για τον εαυτό του την εκπροσώπηση της «μεγάλης δημοκρα­τικής παράταξης της Αριστεράς». Το ότι -για την ώρα;- σύρεται πίσω από το Αριστερό Ρεύμα δεν ακυρώνει αυτό τον στρατηγικό στόχο.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε λίγο από τις τρέχουσες εξελίξεις και να αναλογιστούμε τι στην πραγματικότητα διακυβεύεται αυτήν τη στιγμή για το μέλλον της Ελλάδας.
Κατ' αρχάς, βέβαια, η ίδια η παραμονή στην Ευρώπη. Οποιος ρίξει μια ματιά έστω στη διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καταλάβει σε τι είδους περιπέτεια επιδιώκει να παρασύρει τη χώρα η ηγεσία του, που ιδεολογικά μοιάζει να έχει παραμείνει στην προϊστορία του κομμουνιστικού κινήματος.
Η παραμονή στην Ευρώπη, ωστόσο, όπως άλλωστε και η αντιμετώπιση της κρίσης προϋποθέτουν ένα βαθύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Ο άμεσος στόχος είναι να περιοριστούν τα ελλείμματα. Στην πραγματικό­τητα, όμως, πρόκειται για ένα πολύ ευρύτερο πρόγραμμα παρεμβάσεων που θα αλλάξουν τη χώρα. Από το πώς θα τις πραγματοποιήσουμε θα εξαρτηθεί το μέλλον των παιδιών μας.
Η τρόικα ζήτησε, για παράδειγμα, να περιοριστούν τα ελλείμματα στην παιδεία με τις συνενώσεις σχολείων και τον περιορισμό των μισθών. Δεν μας λέει κουβέντα, όμως, για το πώς η παιδεία μας θα ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών.
Δεν λέει κουβέντα για το πώς θα τελειώσουμε με το σκάνδαλο των φροντιστηρίων, για το πώς τα πανεπιστήμιά μας θα γίνουν κέντρα αριστείας, για το πώς θα ξεφύγουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό ενός κομματικού και συντεχνιακού συνδικαλισμού που τα έχει φέρει στα πρόθυρα της διάλυσης.
Το πώς θα το πετύχουμε είναι αποκλειστικά δικό μας θέμα. Και, βέβαια, προϋποθέτει σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες, δύσκολες πολιτικές αποφάσεις που θα πρέπει να πάρουμε ως κοινωνία.
Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για την υγεία, που παραμένει βραχυκυκλωμένη ανάμεσα στο φακε­λάκι, στις φαρμακευτικές εταιρείες και στα ιδιω­τικά διαγνωστικά κέντρα. Οπως ασφαλώς ισχύει και για όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Οσο για την οικονομία, οι μειώσεις στους μισθούς δεν είναι παρά ένα μέτρο - sos για το διάστημα που βρισκόμαστε στην εντατική. Στόχος δεν μπορεί να είναι παρά η άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Κι αυτό δεν θα γίνει αν δεν δημιουργηθούν συνθήκες ίσων ευκαιριών, αν δεν χτυπηθούν η γραφειοκρατία και η διαφθορά, αν δεν σπάσουν τα κυκλώματα που προστατεύ­ουν και αναπαράγουν κάθε είδους διαπλοκή.
Και, βέβαια, υπάρχει πάντοτε το ζήτημα ποια Ευρώπη θέλουμε. Από τη μια πλευρά είναι οι συντηρητικές δυνάμεις της δογματικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι οποίες στοιχίζονται πίσω από την κ. Μέρκελ, και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία που βάζει ως πρώτο στόχο την ανάκαμψη της οικονομίας.
Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική. Για την ακρίβεια στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες οι αλλαγές αυτές έχουν ήδη γίνει. Οχι, όμως, από τον αυτόματο πιλότο, αλλά μέσα από συγκρού­σεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Κι άλλες φορές έχουν δοθεί λύσεις προοδευτικές που προωθούν την ισότητα και την κοινωνική συμμετοχή, άλλες όχι.
Θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι μπορούμε να σταματήσουμε την Ιστορία. Και θα ήταν λάθος για την Κεντροαριστερά να παραιτηθεί των ευθυνών της, παραιτούμενη από την οργανωτική της αυτοτέλεια. Γιατί, βέβαια, η πολιτική δεν είναι υπόθεση απλώς ικανών προσώπων που ψάχνουν να κάνουν την καλύτερη μεταγραφή. Είναι εξίσου υπόθεση συλλογικών διαδικασιών με κοινωνικές αναφορές.
Είναι αλήθεια ότι ο χώρος της Κεντροα­ριστεράς σήμερα κουβαλά πολλές αμαρτίες από το παρελθόν. Και θα ήταν αδιανόητο να συνεχίσει σαν να μη συνέβη τίποτα. Τα πρόσωπα που αποτελούν την ηγεσία της είναι βαρύτατα τραυματισμένα και η αξιοπιστία της παράταξης βρίσκεται στο ναδίρ.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, υπάρχει έντονος προβληματισμός και κινητικότητα μεταξύ ενός μεγάλου μέρους των πολιτών που απορρίπτουν τόσο την παραδοσιακή Αριστερά όσο και τη νεόκοπη Κεντροδεξιά - που, βέβαια, ακόμα δεν την είδαμε και Κεντροδεξιά τη βαφτίσαμε.
Μπορούν αυτοί οι πολίτες να αποτελέσουν τη μαγιά μιας αναγεννητικής προσπάθειας; Πολλά θα εξαρτηθούν από τις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν μέσα στους επόμενους μήνες. Η προϊστορία δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Συνήθως οι καλύτερες των προθέσεων χάνονται μεταξύ των δυνάμεων της αδράνειας και αντικρουόμενων προσωπικών φιλοδοξιών.
Από την άλλη πλευρά είναι σαφές ότι έχει προκύψει ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Ηδη έχουν εμφανιστεί επίδοξοι μνηστήρες. Θα υπάρξουν κι άλλοι. Ο Οδυσσέας ακόμα αναζητείται!

ΕΘΝΟΣ 12/11/12

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου