Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012



22 "πράγματα" υπό κρίση


Πόσο αναγκαίος είναι ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας; Εχουμε, πράγματι, πρόβλημα ανταγωνιστικό­τητας ή πρόκειται για ένα ιδεολόγημα προκειμένου να επιβληθούν οι πολιτικές της λιτότητας που εξυπηρετούν ταξικά συμφέροντα; Με ποια πολιτική, εν τέλει, θα βγούμε από την κρίση;
Το ερώτημα το θέτουν ευθέως δύο οικονομολόγοι, γνωστά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο βουλευτής Β' Αθήνας Ευ. Τσακαλώτος και ο «υπεύθυνος θεωρίας» του κόμματος Χρ. Λάσκος. Πρόθεσή τους «η συστηματική αποδόμηση του εκσυγχρονιστικού νεοφιλελεύθερου λόγου», γεγονός που προϊδεάζει αρνητικά και δημιουργεί υποψίες για ενδεχόμενη μονομέρεια των επιστημονικών τους επιχειρημάτων.
Σε αυτό βοηθά και η δομή του βιβλίου: 22 κεφάλαια που απαντούν σε «22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι». Μόνο που τα «πράγματα» τα επιλέγουν οι ίδιοι και συχνά βρίσκονται να απαντούν σε ερωτήσεις που κανείς δεν θέτει.
Αυτό προκύπτει από τα πρώτα κεφάλαια. Για παράδειγμα, στο «πράγμα 2» -όπως οι ίδιοι το αποκαλούν- απαντούν στην κατηγορία που μας προσάπτουν ότι «δεν παράγουμε τίποτα ως χώρα». Ισως να έχουν στο μυαλό τους κάποιους σχολιαστές της «Μπιλντ» που πιστεύουν ότι ζούμε με ήλιο και θάλασσα. Δεν γνωρίζω, όμως, κανέναν σοβαρό Ελληνα πολιτικό ο οποίος να έχει υποστηρίξει ποτέ κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, έχουν την τάση να υπερπροβάλλουν και να προσπαθούν να οικειοποιηθούν τους εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης στην προ κρίσης δεκαετία.
Πράγματι, από το 1995 και μετά υπήρξε εντυπωσιακή ανάπτυξη σε μια σειρά κλάδους και οι συγγραφείς ξεχωρίζουν τη ναυτιλία, τις τράπεζες και την πληροφορική. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια δικαίωση της εκσυγχρονιστικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και του κ. Κ. Σημίτη που τόσο λοιδορήθηκε από την Αριστερά. Ή ακόμα - θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου- των τραπεζιτών.
Υπήρχαν, ωστόσο, και προβλήματα - το κυριότερο η σταδιακή απώλεια της ανταγωνιστικότητας και η εκρηκτική αύξηση του εμπορικού μας ελλείμματος, κυρίως μετά το 2004, που είχε σαν αποτέλεσμα «να καταναλώνουμε περισσότερο από όσα παράγουμε»- το «πράγμα 13» κατά τους συγγραφείς.
Για να πάρουμε μια αίσθηση των μεγεθών είχαμε φτάσει να έχουμε εξωτερικό έλλειμμα ίσο με το 14% του ΑΕΠ, ποσοστό που ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο! Οταν το σύνολο της βιομηχανίας μας αποτελεί μόλις το 17% του ΑΕΠ, μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο δύσκολο θα ήταν ?χωρίς λιτότητα- να καλύψουμε ένα τέτοιο έλλειμμα από εξαγωγές ή από τον τουρισμό.
Πόσω μάλλον όταν είναι γνωστό ότι ο μεγαλύτερος όγκος των εξαγωγών μας αφορά παραδοσιακά προϊόντα με χαμηλή προστιθέμενη αξία και σε κλάδους χαμηλής τεχνολογίας. Εξ όσων γνωρίζω σχετικές μελέτες υπάρχουν, δεν απασχόλησαν ωστόσο τους συγγραφείς μας.
Οι συγγραφείς επικαλούνται μια σειρά από δείκτες που δίνουν εντυπωσιακά γραφήματα, δεν είναι πάντοτε βέβαιο, ωστόσο, τι ακριβώς δείχνουν. Για παράδειγμα, επισημαίνουν την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των εργαζομένων που περιλαμβάνουν π.χ. τα «Μalls», τους νέους ναούς της εισαγόμενης κατανάλωσης.
Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι η παραγωγικότητα γενικώς, αλλά το τι συμβαίνει και πόσο ανταγωνιστικοί είμαστε στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. 'Η πάλι αναφέρονται στην εντυπωσιακή αύξηση των πάγιων επενδύσεων, όπου όμως τον πρώτο λόγο έχουν οι κατοικίες - η φούσκα των ακινήτων δηλαδή.
Στα «22 πράγματα» υπάρχουν, βέβαια, και πολλές σωστές επισημάνσεις - όπως ότι η άδικη κατανομή εισοδήματος διογκώνει το εξωτερικό έλλειμμα, καθώς οι πιο εύποροι έχουν την τάση να καταναλώνουν εισαγόμενα πολυτελείας.
Σχετικά ισορροπημένη είναι και η ανάλυσή τους για το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Το κύριο συμπέρασμα, ωστόσο, είναι ότι πρώτον το αρχικό κόστος δεν μπορεί να προβλεφθεί και ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα μεγάλο και δεύτερον ότι κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι και με τη δραχμή δεν θα μπούμε σε φαύλο κύκλο στασιμότητας και πληθωρισμού. Ισως πρέπει να ενημερώσουν και τον κ. Λαφαζάνη.
Ομως, το βιβλίο δεν περιορίζεται στην οικονομία. Φιλοδοξεί να είναι ιδεολογικό εφόδιο για όσους ενδιαφέρονται φυσικά επί παντός του επιστητού. Και είναι χαρακτηριστικό για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Στο ζήτημα της βίας και της διάχυτης ανομίας, για παράδειγμα -την οποία αρνούνται- αναφέρονται στα επεισόδια και στο κάψιμο της Αθήνας το 2008. Και ενώ περιμένουμε να δούμε πώς θα τα εξηγήσουν, αφού αναπτύξουν ορισμένα γενικά για το κράτος της βίας, καταλήγουν: «Εγκαλούνται, δηλαδή, ως βίαιοι όσοι γιουχάρουν τον Χρυσοχοΐδη και όχι ο Χρυσοχοΐδης που πολιτεύεται ως κεφαλοκυνηγός? όσοι ενοχλούν την έξοδο για φαγητό της Διαμαντοπούλου» και όχι η ίδια που έβαλε μπουρλότο στην εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, καλά τους έκαναν! Και για το 2008; Για τους νεκρούς της Μarfin; Ούτε κουβέντα. Αυτό κατάλαβαν.
Για να μείνουμε στον χώρο της εκπαίδευσης -«πράγμα 11»- επιχειρούν να απαντήσουν στην κατηγορία ότι το σχολείο υπηρετεί τα συμφέροντα της συντεχνίας των καθηγητών. Και υποστηρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται όπου έχουν εφαρμοστεί έχουν καταλήξει στον υπερτονισμό των επιδόσεων, σε βάρος των αναγκών των μαθητών και στην τυποποίηση των μεθόδων διδασκαλίας και των αναλυτικών προγραμμάτων.
Θα χρειαστεί να ψάξει κανείς στις υποσημειώσεις για να βρει ότι και στην Ελλάδα -όπως αναγνωρίζουν οι συγγραφείς- συμβαίνει το ίδιο ακριβώς χωρίς την «αξιολόγηση» που τόσο ενοχλεί την Αριστερά. Απλώς, τα φροντιστήρια έχουν υποκαταστήσει πλήρως τα σχολεία. Δεν έχουν ευθύνη, άραγε, και οι εκπαιδευτικοί;
Είναι, τέλος, σημαντικό να επισημανθεί μια απουσία. Ενα πολύ μεγάλο μέρος των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο και έχουν υποστηριχθεί και στο εσωτερικό, αφορά την περίφημη απελευθέρωση των επαγγελμάτων και των αγορών. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες -οι «ραντιέρηδες» του Ανδρέα Παπανδρέου- μπορούν και εκμεταλλεύονται την προνομιακή τους θέση για να αποκομίζουν δυσανάλογα κέρδη. Παραδόξως, επί αυτού οι δύο συγγραφείς δεν λένε κουβέντα. Να υποθέσουμε ότι συμφωνούν; Οτι, δηλαδή, άλλα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ για ψηφοθηρικούς λόγους και άλλα πιστεύει;
Υ.Γ. Δεν ήταν γνωστό ότι τα κόμματα της Αριστεράς, ακόμα και μετά την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού, εξακολουθούν να έχουν «υπεύθυνο θεωρίας». Από την εποχή του Γαλιλαίου και μετά, άλλωστε, είχαμε μείνει με την εντύπωση ότι η επιστήμη δεν έχει ούτε κόμματα ούτε θρησκεία. Προφανώς, μόνο για κάποιους αμετανόητους «φωταδιστές».

ΕΘΝΟΣ 18/11/12

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου